Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

Νικόλαος Παλιεράκης 1860-1925 Γυμνασιάρχης, Βουλευτής Κρητικής Πολιτείας, Λόγιος και Συγγραφέας.
Ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης είναι εγγονός της Ανεζίνας, αδελφής του Νικολάου Παλιεράκη

Λησμονημένος, παραγνωρισμένος κι άγνωστος για τους πολλούς, σήμερα, ο καθηγητής, συγγραφέας, βουλευτής, Γενικός Γραμματέας της Κρητικής Πολιτείας και λόγιος, από τους εξόχους της Εθνικής γραμματείας του 19ου αιώνα είναι ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης.
Αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ μαζί του και να αφιερώσω λίγες γραμμές στη μνήμη του – κυρίως για όσους δεν τον γνώρισαν, για τους συγγενείς του, τους ομοχώριους του και τους νεώτερους.
Χρησιμοποίησα σαν πηγές αρχεία, βιβλιοθήκες, ιδιωτικές συλλογές, βιβλία, περιοδικά, δημοσιεύματα και τα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του αδερφού του Γεωργίου Εμμ. Παλιεράκη καθώς και την τοπική και οικογενειακή προφορική παράδοση που επί αιώνες ρέει αέναη και άφθαρτη και μεταφέρεται από τη μια γενιά στην άλλη.
Τα στοιχεία, φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα που συγκέντρωσα από την πολυετή έρευνα μου έδεσαν και με τις προφορικές αφηγήσεις επώνυμων, σοβαρών, αξιόλογων και αξιόπιστων κατοίκων και συγγενών που και από τη θέση αυτή εκφράζω τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου, σε πολλούς δε που δεν υπάρχουν τώρα ανάβω ένα κερί και ένα «κουκί λιβάνι» στη μνήμη τους.
Η εργασία μου αυτή δεν είναι σίγουρα τέλεια και για το λόγο αυτό πιστεύω ότι κάποια στοιχεία μπορούν να αμφισβητηθούν από κάποιους ή ακόμη και να χαρακτηριστούν ελλιπή, θέλω όμως να τονίσω και πάλι ότι προσπάθησα όσο μπορούσα να παρουσιάσω τα στοιχεία διασταυρωμένα και γενικά παραδεκτά.
Λιτά, απλά, αλλά με συγκίνηση και υπερηφάνεια κατέγραψα απολύτως αντικειμενικά τα γεγονότα, την πορεία και όσα συνθέτουν την προσωπικότητα του θείου μου Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη, με λίγα ιστορικά στοιχεία – όπου χρειαζόταν – για την καλύτερη κατατόπιση του αναγνώστη και το αφιερώνω ευλαβικά στη μνήμη του σαν ένα μικρό δείγμα αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης.
Χωρίς να διατρέχω τον κίνδυνο παρεξηγήσεων, λόγω της συγγένειας μου, επιθυμώ να προσθέσω και να διαβεβαιώσω ότι οδηγός μου ήταν η ιστορική ευθύνη και όσα υποστηρίζει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος στο έργο του «ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ»: «τον Μεγάλον ονόμαζε τον Μεγάλο και το μικρό ονόμαζε τον μικρό, γιατί αλλιώς θα σμικρύνεις το Μεγάλο και θα μεγαλώσεις τον μικρό»
Εύχομαι κάποτε ο «ιστορικός», αλλά προπάντων ο «βιογράφος» να σκιαγραφήσει τόσο τον ίδιο, όσο και τον γενναίο πατέρα του Οπλαρχηγό (Χιλίαρχο) Καπετάν Παλιέρα ή Πηγιανάκη και τα αδέρφια του: 1) τον «δίκαιο» δικαστή Γεώργιο και 2) τον ορεσίβιο πολεμιστή επαναστάτη και Μακεδονομάχο Μάρκο Εμμ. Παλιεράκη. Το αξίζουν και δίκαιος θα είναι ο έπαινος…
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης γεννήθηκε το 1860 στο μικρό χωριό «Ορθές» της επαρχίας Μυλοποτάμου, του Νομού Ρεθύμνης της μεγαλονήσου Κρήτης και πέθανε το 1925 στην Αθήνα, 65 μόλις ετών.
Πατέρας ήταν ο γνωστός Οπλαρχηγός (Χιλίαρχος) Εμμανουήλ Νικ. Παλιεράκης ή Πηγιανάκης (λόγω της καταγωγής του από το χωριό «Πηγή» Ρεθύμνης) και μητέρα του ήταν η Άννα Πέτρου Σκουλούδη που καταγόταν από τη μεγάλη και ισχυρή οικογένεια των Μαργαριτών.
Η ζωή του μπορεί να γίνει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, τόσο πολυκύμαντη και αξιοπερίεργη είναι. Γιατί ξεκινώντας από φτωχή αγροτική οικογένεια κατόρθωσε ύστερα από πολλές περιπέτειες και αναποδιές να πλάσει μια καλύτερη μοίρα, να γίνει μιας πλατιάς ακτινοβολίας μορφή, από εκείνες που πιάνουν πολύ τόπο στην πνευματική μας ζωή.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης μεγάλωσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας και αδιάκοπης αγωνίας και στάθηκε μάρτυρας σε εξεγέρσεις, εξορίες, σφαγές και τεράστιες οικονομικές θυσίες της οικογένειας του.
Ο βιογραφούμενος δοκίμασε για πρώτη φορά τι σημαίνει «ζυγός» και «προσφυγιά» στην τρυφερή ηλικία των έξι (6) ετών.
Ο πατέρας του ο θρυλικός Καπετάν Παλιέρας ή Πηγιανάκης αγωνίζεται για τη λευτεριά, πολεμά τους Τούρκους και φυσικά καταδιώκεται για τη δράση του. Λίγο πριν ξεσπάσει η Μεγάλη Επανάσταση του 1866-1869 θέλοντας να ασφαλίσει την οικογένεια του, την ξεσπιτώνει και στέλνει με μικρό ιστιοφόρο από τον όρμο Μπαλή Μυλοποτάμου πρόσφυγες στην Αθήνα τη γυναίκα του Άννα και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα του: Μαριγώ, Νικόλαο, Μάρκο και Βασίλειο. «Προσφυγάκια» εξ απαλών ονύχων (όλα από βρέφος ολίγων εβδομάδων έως έξι ετών) με μύριους κινδύνους φθάνουν στη μικρή τότε Αθήνα και για τρία χρόνια έζησαν το δράμα της προσφυγιάς.
Έμεναν στην «Πλάκα» σε σπίτι που ανήκε στο θείο τους Αντώνιο Παλιεράκη (αδερφό του παππού του) πρακτικού φαρμακοποιού και μεγάλου ευεργέτη του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του αδερφού του Γεωργίου Εμμ. Παλιεράκη διαβάζουμε πολλές λεπτομέρειες για το γεγονός αυτό και ότι έμειναν πρόσφυγες στην Αθήνα μέχρι το 1869. Στο διάστημα (1866-69) που κράτησε η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, η Άννα Εμμ. Παλιεράκη έστειλε το Νικόλαο στο Δημοτικό Σχολείο «Πλάκας» και εκεί αμέσως φάνηκε η μεγάλη έφεση στη μάθηση που είχε το παιδί της. Οι δάσκαλοι του διαπίστωσαν ότι το μικρό «προσφυγόπουλο», το «Κρητικάκι», όπως το έλεγαν είχε ολωσδιόλου ασυνήθιστα προσόντα. Είχε μια απληστία στη μάθηση και μια οξύτατη αντίληψη, που τους εντυπωσίαζε. Το ίδιο έγινε και τη δεύτερη χρονιά και τότε οι δάσκαλοι ενθουσιασμένοι ενημέρωσαν τη μητέρα του και το θείο του Αντώνιο Παλιεράκη ότι το μικρό προσφυγόπουλο ήταν ένα ξεχωριστό παιδί γεμάτο εξυπνάδα, ορμή, ανησυχίες, αχόρταγο για μάθηση και έπρεπε και αυτοί να το προσέξουν πολύ.
Στο τέλος του 1869 που καταλάγιασε η Μεγάλη Επανάσταση, γύρισαν στην Κρήτη και ο μικρός Νικόλαος συνέχισε και τελείωσε, με την ίδια δίψα για μάθηση τη Δημοτική Σχολή Μαργαριτών, που τη συντηρούσε η «τοπική Δημογεροντία».
Συνέχισε τα μαθήματα του «Ελληνικού Σχολείου» (Σχολαρχείου) στο Πάνορμο με την ίδια επιτυχία και όπως έγραφε το απολυτήριο του έλαβε βαθμόν «Άριστα» και διαγωγή «αξίαν επαίνου».
Μόλις τελείωσε το «Ελληνικόν Σχολείον» και λίγο πριν αρχίσει η Επανάσταση του 1878 οι γονείς του τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του πλησίον της θείας του Μαρίας χήρας Αντωνίου Παλιεράκη, η οποία διέμενε τότε στον «Πόρο» Τριζοινίας. Τον υπεραγαπούσε και μη έχουσα η ίδια παιδιά επιθυμούσε να σφόδρα να βοηθήσει να σπουδάσει ο μικρός ανιψιός της. Εκείνη μερίμνησε να εγγραφεί αμέσως στο φημισμένο τότε «Κεντρικόν Σχολείον της Αίγινας» με υποτροφία του κληροδοτήματος του αποθανόντος συζύγου της, μεγάλου ευεργέτου του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Φιλομαθής και φιλογράμματος όπως ήταν ο Νικόλαος Παλιεράκης φοίτησε τρία χρόνια στο φημισμένο τότε Γυμνάσιο της Αίγινας και ύστερα από λίαν επιτυχείς εξετάσεις πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου με «άριστα».
Με τη φροντίδα πάλι της θείας του και με υποτροφία των μεγάλων ευεργετών του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντωνίου Φ. Παπαδάκη και του θείου του Αντωνίου Ν. Παλιεράκη (1804-1870) ο Νικόλαος Παλιεράκης ήλθε στην Αθήνα και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1883 πήρε με «άριστα» το δίπλωμα του Καθηγητού της Φιλολογίας.
Άφησε για εκτύπωση την «Εναίσιμο διατριβή επί διδακτορική αναγορεύσει» και κατέβηκε στο χωριό του Ορθές Μυλοποτάμου Ρεθύμνης για να ξεκουραστεί λίγο και να ζητήσει διορισμό σε κάποιο Γυμνάσιο της Κρήτης ή της ελεύθερης Ελλάδος.
Η εναίσιμος διατριβή του (24 σελίδων) είναι γραμμένη σε αρχαΐζουσα γλώσσα, έχει τίτλο:
ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΠΕΡΙ
ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΑΚΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΗΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙ ΕΛΛΗΣΙ

Η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών τύπωσε το 1888, στο τυπογραφείο «Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ» την ΕΝΑΙΣΙΜΟ ΔΙΑΤΡΙΒΗ επί διδακτορική αναγορεύσει του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη, αντίγραφο δε αυτής ( από το μοναδικό αντίγραφο, που έχω) αναδημοσιεύω, για πρώτη φορά, στην εργασία μου αυτή.
Η φήμη του αριστούχου και διδάκτορα της Φιλολογίας, που ΄χε κυκλοφορήσει στην τοπική κοινωνία ήταν η αιτία να διορισθεί το ίδιο έτος (1883) σε ηλικία 23 χρόνων στο μόλις συσταθέν «ημιγυμνάσιο» Ρεθύμνης και αμέσως ο βιογραφούμενος έδειξε πρωτοφανή δραστηριότητα, πράγμα απίστευτο για την εποχή του. Εκεί κάτοχος γερής και σοφής παιδείας διδάσκει τα Ρεθυμνιωτάκια, ενώ ολοένα η φήμη του, με ταχύτητα φωτιάς μεγαλώνει.
«Φαινόμενο» ρητορείας και «τεχνίτης» του λόγου, μοναδικός και άφθαστος ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης σμιλεύει τη φράση του και διανθίζει με κομψές λυρικές εκφράσεις το λόγο του.
Με θέρμη ψυχής και με βαθύτατη γνώση των φιλοσοφικών κειμένων μιλούσε σοφά, υπολογισμένα, ευμέθοδα στην καρδιά, κυρίως στην καρδιά και τον νου των μαθητών του. Απλός και σαφής, προσεκτικός και συναρπαστικός ο λόγος του.
Ο γραφικός λόγος που άνθιζε στα χείλη και έρρεε από την πολύχυμη και λυρική γλώσσα του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη έπεφτε καθώς η εαρινή δροσούλα στις αθώες ψυχές των μαθητών του.
Ο λόγος του ήταν μια ολόδροση όαση σε μια άνυδρη κι απέραντη ερημιά και μπορούσε να λουλουδίσει και στις κατάξερες ακόμη βραχοτοπιές.
Ο λόγος που άνθιζε στα χείλη του ήταν εγκάρδιος, παρθενικός, στρογγυλός, όλος δροσιά, όλος ανθρώπινη ζέστα.
Ο λόγος του ξεχυνόταν ορμητικός και άρδευε τις καρδιές των μαθητών του. Μία άνοιξη, αιώνια άνοιξη, ήταν ο λόγος του. Σε γλώσσα κατανοητή από τους μαθητές του δίδασκε τους μαθητές του και όπως ανέφερε σ’ ένα γράμμα του στην αδερφή του Άννα σύζ. Εμμ. Χαλκιαδάκη (τη γιαγιά μου από τη μητέρα μου): «Σοφοίς και αγραμμάτοις οφειλέτης ειμί και όσον δύναμαι διδάσκω απλά δια να με καταλάβωσιν όλοι ….».
Μεταξύ των μαθητών του, που διακρίθηκαν αργότερα στο στίβο της ζωής, περιλαμβάνονται ο μικρότερος αδερφός του Γεώργιος Εμμ. Παλιεράκης, που ανελίχθη σε ανώτατο δικαστικό στέλεχος και ο Κωνσταντίνος Γ. Στεφανάκης, βουλευτής Ρεθύμνης και Αθηνών, Υπουργός Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή (Μεταπολίτευση) και διακεκριμένος δικηγόρος των Αθηνών, ο οποίος μου είχε πει αρκετές φορές «κουμπάρε μου (επειδή είχε στεφανώσει τον αδερφό μου γιατρό Δημήτρη Μαραγκουδάκη) εγώ έμαθα γράμματα, γιατί είχα την αγαθή τύχη να έχω δάσκαλο μου το σοφό καθηγητή και λόγιο τον Νικόλαο Παλιεράκη».
Όπως αναφέρεται σε εφημερίδες της εποχής εκείνης «ΑΡΚΑΔΙΟΝ» και ¨Νέος Ραδάμανθυς» 19-2-1883 χαιρετίζουν την άφιξη του νεαρού καθηγητή Νικόλαου Εμμ. Παλιεράκη στο τουρκοκρατούμενο Ρέθυμνο. Αυτό όμως που δυνάμωσε τη φήμη του νεαρού λόγιου και Καθηγητή, τον επέβαλε σαν φυσιογνωμία και τον βοήθησε να φανεί χρησιμότερος στην κοινωνία του Ρεθύμνου, σε μια πολύ δύσκολη εποχή ήταν ότι ίδρυσε τον Φιλεκπαιδευτικό μουσικοθεατρικό σύλλογο «ΜΟΥΣΑΙ».
Ο Επίσκοπος Πέτρας Διονύσιος Δ. Μαραγκουδάκης στο σύγγραμμα του «ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙ», που επιμελήθηκα εγώ και τυπώθηκε το 1996 από τον αδερφό μου Δημήτρη Μαραγκουδάκη και όλα τα αντίτυπα του (3000) δωρίθηκαν στη Μονή Αρκαδίου (σύμφωνα με προθανάτιο επιθυμία του συγγραφέα), στη σελίδα 224 αναφέρει ότι στις 8 Νοεμβρίου 1884 έγινε μεγαλοπρεπές μνημόσυνο πεσόντων υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδος αγωνιστών και ότι τον επίσημον και λίαν συγκινητικόν επιτάφιον λόγον στη Μονή εξεφώνησε ο καθηγητής του άρτι συσταθέντος ημιγυμνασίου Ρεθύμνης Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης.
Στις επόμενες σελίδες (224-230) του βιβλίου του ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται εν εκτάσει και με θαυμασμό για τις δραστηριότητες του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου «ΜΟΥΣΑΙ» και ότι τον επόμενο χρόνο 1885 πρωτοστατούντος το Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη οργανώθηκαν για πρώτη φορά στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη οι πρώτες μεγάλες Παγκρήτιες και Πανελλήνιου χαρακτήρα εκδηλώσεις για την επέτειο του Ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Όπως διαβάζουμε στη σελίδα 332 της ΝΕΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (τ.25/1984), που εκδίδει η Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου λίγες μέρες μετά τις μεγάλες εκδηλώσεις για την επέτειο του Ολοκαυτώματος του Αρκαδίου οι Ρεθυμνιώτες παρακολούθησαν την πρώτη, επιτυχημένη θεατρική παράσταση από ερασιτέχνες ηθοποιούς, μέλη του συλλόγου «ΜΟΥΣΑΙ» που δόθηκε το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου 1885, ημέρα της εορτής της Αγίας Βαρβάρας, για την αποπεράτωση εκκλησίας αφιερωμένης σ’ αυτήν ως προστάτιδας της πόλεως Ρεθύμνου, με το θεατρικό έργο του Τιμολέοντος Αμπελά (Δικαστικού 1850-1926) ΚΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΝΕΤΟΙ εμπνευσμένο από τη Βενετοκρατία στην Κρήτη, στην αίθουσα των «ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ», που τότε «φιλοξενούσε» το «Αρρεναγωγείο» (Γυμνάσιο Αρρένων) Ρεθύμνου και άλλες επετειακές εκδηλώσεις.
Αρκετές πληροφορίες βρίσκει ο ενδιαφερόμενος σε Ρεθυμνιώτικες εφημερίδες της εποχής και σε δημοσιεύματα τον κ.κ. Γιάννη Παπιομύτογλου, Διευθυντού της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης, Μ. Τρούλη, Γ.Π. Εκκεκάκη κι άλλων.
Στον βιογραφούμενο Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη ανήκει και το κείμενο της μαρμάρινης πινακίδας που κοσμεί την προμετωπίδα της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού της Μονής Βοσάκου Μυλοποτάμου.
Ο ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΕΩΣ ΕΠΙΚΛΗΝ
ΑΡΧΗΝ ΜΕΝ ΕΧΕΙ ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ
ΑΡΞΕ
ΕΙΤΑ ΔΕ ΘΕΙΩ ΤΩΝ ΜΟΝΑΖΟΝΤΩΝ ΖΗΛΩ
ΕΓΕΝΕΤΟ ΜΕΙΖΩΝ ΩΣΤ ΑΡΚΕΙΝ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΑΧΛ
ΤΑΝΥΝ ΑΥΘΙΣ Ω ΚΟΔΟΜΗΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ
ΘΕΙΑ ΑΡΩΓΗ, ΜΟΝΑΧΩΝ ΠΡΟΘΥΜΙΑ
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΤΗΜΑΤΩΝ
ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥΑΞΙΩΣ
ΑΩΠΕ

Στο ημιγυμνάσιο Ρεθύμνου ο Νικόλαος Παλιεράκης υπηρέτησε δύο χρόνια και μετά τις εξετάσεις του 1884-85 παραιτήθηκε της θέσεως του και με υποτροφία του κληροδοτήματος Αντ. Παλιεράκη στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών πηγαίνει στην Ευρώπη (Γερμανία) για ευρύτερες σπουδές.
Όπως μας πληροφορεί η οικογενειακή παράδοση και εξιστορεί στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του Γεώργιος, το 1885 ο νεαρός (μόλις 25 ετών) καθηγητής Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης πηγαίνοντας στη Γερμανία σταμάτησε για λίγο στη Βιέννη και εκεί συνάντησε τους πιο διαλεκτούς ομογενείς.
Στη «Λειψία» εγκαταστάθηκε σ’ ένα φτωχικό δωμάτιο, κοντά στο Πανεπιστήμιο και έκανε αυστηρή ζωή. Ήταν αχόρταγος για μάθηση και ήδη μιλούσε και έγραφε τα Γερμανικά και τα Γαλλικά σαν δική του γλώσσα. Εκεί μαθαίνει τα Αγγλικά και λιγότερο τα Ρώσικα, παρακολουθεί μαθήματα στο ονομαστό Πανεπιστήμιο και γίνεται κοινωνός και μέτοχος των γνώσεων περίφημων καθηγητών.
Από τη φύση του ο βιογραφούμενος αχόρταγος για μάθηση, αμέσως άρχισε να μελετά Ιστορία, Φιλολογία, Φιλοσοφία, Επιστήμη για να στολίσει όχι μόνο το πνεύμα του ή να ετοιμάσει ένα καλύτερο επαγγελματικό μέλλον, αλλά και να αναζητήσει τους θησαυρούς που θα πλούτιζαν το «δυστυχισμένο» έθνος και θα βοηθούσαν τη «σκλαβωμένη» Κρήτη να σηκωθεί, να λευτερωθεί, να ζήσει.
Από τη «Λειψία» πήγε στο «Μόναχο» και εκεί γνωρίστηκε με τους διανοούμενους και με το άνθος της Βαυαρικής κοινωνίας, πλουτίζοντας το πνεύμα και τη γνώση του.
Από το «Μόναχο» πήγε και σε άλλα φημισμένα Πανεπιστήμια της Ευρώπης, όπου παρακολούθησε μαθήματα και έγινε κοινωνός και μέτοχος γνώσεων περίφημων καθηγητών.
Παντού και όπου πήγαινε, τιμούσαν την προσωπικότητα του όχι μόνο οι Έλληνες της διασποράς, αλλά και οι ξένοι.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης έμεινε στην Ευρώπη τρία ολόκληρα χρόνια και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έπειτα από λαμπρές σπουδές και γόνιμη μαθητεία στα περίφημα Πανεπιστήμια της Ευρώπης παίρνει απάνω του την ευθύνη να διδάξει τα Ελληνόπουλα και να μεταφέρει σ’ αυτά τα νάματα της σοφής παιδείας.
Την άνοιξη του 1888 που επέστρεψε στην Ελλάδα – με μεγαλύτερη τη φήμη του «Λόγιου» στο γραμματισμένο κόσμο – έγινε περιζήτητος από τις τοπικές κοινωνίες και έτσι αμέσως διορίσθηκε Καθηγητής Φιλολογίας – Φιλοσοφίας στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου Χανίων, όπου ήταν Γυμνασιάρχης ο Βασίλειος Ψιλλάκης (συγγραφέας της Ιστορίας της Κρήτης). Ανέλαβε τα καθήκοντα του το Σεπτέμβριο του 1888 και όπως μας πληροφορεί ο αδερφός του Γεώργιος στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του διέμενε στη συνοικία της πόλεως «Κρύο Βρυσάλι». Στο ίδιο σπίτι διέμεναν, ως μαθητές του, ο μικρότερος αδερφός του Γεώργιος Εμμ. Παλιεράκης και ο Μιχαήλ Ν. Σγουρός, διότι ο πατέρας του Καπετάν Νικόλαος Κ. Σγουρός τον βοήθησε να εκλεγεί Πληρεξούσιος Βουλευτής του Μυλοποτάμου.
Με τη φήμη του «λόγιου», την προσωπικότητα και τις εξαιρετικές ικανότητες που διέθετε εκλέχθηκε το ίδιο έτος, 1888, Πληρεξούσιος Βουλευτής Μυλοποτάμου Ρεθύμνης μαζί με τους Χαρίλαο Ασκούτση και Στυλιανό Δάνδολο του κόμματος Φιλελευθέρων (Ξυπόλητων ή Χωρικών), με αρχηγό τον νεότατο δικηγόρο Ελευθέριο Κυριάκου Βενιζέλο, για τον οποίο μάλιστα υποβλήθηκε ένσταση κατά της εκλογής του λόγω ηλικίας. Πολλές λεπτομέρειες και ιστορικά στοιχεία για τις εκλογές εκείνες καταχωρεί στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του βιογραφούμενου.
Αμέσως μετά την εκλογή του ως Βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας, ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης διορίστηκε από το κόμμα του ως «Αρχιγραμματέας» της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης» (με το μεγαλύτερο, τότε, μισθό στην Κρήτη, 40 χρυσές λίρες Τουρκίας το μήνα, όπως αναφέρει στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του).
Κατά τα τέλη Μαΐου 1889 έγινε στα «Μπουτσουνάρια» η «Καραβοεπανάσταση» όπως την αποκαλεί ο Γ. Παλιεράκης ή η «Κρεμμυδοεπανάσταση» όπως την έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η οποία κράτησε λίγους μήνες. Τότε με εντολή του Σουλτάνου κατήλθε στην Κρήτη ο «Σακήρ Πασάς», κήρυξε το Στρατιωτικό Νόμο και βύθισε την Κρήτη και τους Κρητικούς, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων, σε φοβερή δουλεία. Καταδίωξε αγρίως όλους προκρίτους και ανακάλεσε τα προνόμια που είχαν δοθεί κατά την επανάσταση του 1878 και είχαν κατοχυρωθεί από το άρθρο 23 της «Βερολινείου Συνθήκης».
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης κατηγορήθηκε ότι ως «Αρχιγραμματέας» της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης» μεροληπτούσε υπέρ των Χριστιανών, ότι εργάστηκε υπέρ της Ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα και χαρακτηρίστηκε ως λίαν επικίνδυνο στοιχείο για το Οθωμανικό Καθεστώς. Ειδοποιηθείς εγκαίρως ότι η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο, αναχώρησε κρυφά από τα Χανιά και ύστερα από ένα επικίνδυνο και περιπετειώδες ταξίδι, στις αρχές Οκτωβρίου 1889, έφθασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Επειδή δεν βρέθηκε αμέσως θέση καθηγητή στο περίφημο «ΑΒΕΡΩΦΕΙΟ» Γυμνάσιο Αλεξάνδρειας παρέδιδε μαθήματα σε παιδιά πλούσιων ομογενών, όπως του μεγαλέμπορου βαμβακιού ΣΑΛΒΑΓΟΥ, του ΧΩΡΕΜΗ, του ΜΠΕΝΑΚΗ και άλλων επιφανών Ελλήνων και αμειβόταν καλά. Συγχρόνως εξέδιδε την ελληνική εφημερίδα «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» σε συνεργασία με τον επίσης «πολιτικό πρόσφυγα», δικηγόρο, Γεώργιο Βασιλειάδη από την Ανδριανούπολη Θράκης. Τα γραφεία της εφημερίδας «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» ήταν στην οδό «Ταχυδρομείων» και ο ίδιος έμενε σ’ ένα σπίτι κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό «Ραμβλίου».
Το Μάρτιο του 1890 έφθασε στην Αλεξάνδρεια – ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι (Ρέθυμνο – Πειραιάς – Σμύρνη – Αλεξάνδρεια) – ο αδερφός του Γεώργιος, 19 ετών, απόφοιτος Γυμνασίου, διωκόμενος από τους Τούρκους για τη δράση του στην Επανάσταση του 1889 και κατηγορούμενος για τον εμπρησμό δημόσιων κτιρίων στο Πέραμα Μυλοποτάμου Ρεθύμνης.
Ύστερα από πέντε μήνες (τον Αύγουστο του 1890) ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για την Αθήνα, όπου κατόπιν μυστικών συνεννοήσεων με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος διορίστηκε Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας, με μηνιαίο μισθό 20 χρυσές λίρες Τουρκίας, διακινδυνεύοντας βέβαια και τη ζωή του ακόμη, γιατί πήγαινε εκεί όχι μόνο σαν Γυμνασιάρχης, αλλά και εθνικός εργάτης, ανταγωνιστής ξένων προπαγάνδων (Ρουμανικών, Βουλγαρικών και άλλων), που κάθε μία εργαζόταν για τη μεταβολή της εθνολογικής κατάστασης της Μακεδονίας υπέρ της εθνικότητας των.
Με επιστολή του στον αδερφό του Γεώργιο Εμμ. Παλιεράκη του παρήγγειλε να επιστρέψει αμέσως στην Αθήνα και να εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο ίδιος, στα τέλη Σεπτεμβρίου 1891, αναχώρησε από την Αθήνα για τα Βιτώλια (Μοναστήρι) της τέως Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Εκεί ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης είχε καλούς συνεργάτες και ενθουσιώδεις πατριώτες, όπως τον τότε Μητροπολίτη «Πελαγωνίας» (Βιτωλίων) Αλέξανδρο και τους καθηγητές του Γυμνασίου και όλοι εργάστηκαν με ζήλο, ενθουσιασμό και εντατικά υπέρ της «Ελληνικής Ιδέας». Διαμοίρασαν βιβλία, έδωσαν χρήματα και κατέβαλαν παντοειδείς ενέργειες, με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα για τη διάσωση, διάδοση και επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης, μια σημαντική φυσιογνωμία του νέου Ελληνισμού, ενθουσιώδης λάτρης του ωραίου, με βαθιά ψυχική και πνευματική καλλιέργεια, πολυμαθής, γλωσσομαθής, ευρύστερνο, ακοίμητο και ορθόδοξο πνεύμα, με γυμνασμένο στοχασμό, με στέρεη και πλούσια γνώση και με λαμπρή έκφραση αφιέρωσε ανυστερόβουλα τον εαυτό του στην Ελλάδα, στην Ελληνική παιδεία, στην Ελληνική ελευθερία. Στόχος του αμετάβλητος η μόρφωση των Ελληνόπουλων. Με την πολυμάθεια του, με την ακατάβλητη σε πολυζωτικότητα του πνεύματος του, με την ακάματη εργατικότητα του, με το δίκοπο σπαθί του λόγου του. Με τις έξοχες πραγματώσεις και αποκορυφώσεις του λαμπρού πνεύματος του.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης υπήρξε άνθρωπος παιδείας. Η παιδεία και ο πνευματικός του οπλισμός είχαν βαθιές τις ρίζες τους στον άνθρωπο. Η «θύραθεν παιδεία» ήταν το έμβλημα του.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης συνδύαζε πνευματική ιδιοφυία, μαγνητική προσωπικότητα και οξύτατη αντίληψη μαζί με την φυσική ευγένεια, αρχοντιά και ανθρωπιά….
Όπως λίαν γλαφυρά εξιστορεί στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του, ο Νικόλαος πήγε στα Βιτώλια (Μοναστηρίου) και εργάστηκε με ζήλο και αυταπάρνηση, η φήμη του όμως και κυρίως το έργο του εκτιμήθηκε από την τοπική κοινωνία και το επόμενο σχολικό έτος όλοι έστειλαν τα παιδιά τους στο Ελληνικό Σχολείο και έτσι το Ρουμανικό και το Βουλγαρικό έκλεισαν ελλείψει μαθητών. Το Σεπτέμβριο του 1892 οι ανταγωνιστές των ξένων προπαγάνδων και σχολείων και κυρίως ένας Ρουμάνος επονομαζόμενος Μαργαρίτης κατάγγειλε ψευδώς στις Τουρκικές αρχές ότι ο Έλληνας Γυμνασιάρχης ο «Κιριτλής», δηλ. ο «Κρητικός», ο αρχηγός των Κρητικών κινημάτων, με το Δεσπότη και τους Έλληνες καθηγητές σκοπεύουν να ξεσηκώσουν επανάσταση στη Μακεδονία.
Οι Τουρκικές αρχές ακολουθώντας την αρχή «διαίρει και βασίλευε» συνέλαβαν αμέσως τον Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη, τον Μητροπολίτη Αλέξανδρο και δύο Καθηγητές, κατηγορούμενοι επί εσχάτη προδοσία και ότι υποκινούσαν επανάσταση στη Μακεδονία και τους έριξαν στις φυλακές επί έντεκα μήνες, όπου πέρασαν τα πάνδεινα, που όταν τα διηγιόντουσαν σηκώνονταν οι τρίχες της κεφαλής των ακουόντων.
Ανάλλαγοι, ψειριασμένοι χωρίς καμιά είδηση για την τύχη που τους περίμενε άρχισαν να λιώνουν οι φυλακισμένοι. Στους έντεκα μήνες της φυλάκισης έγιναν φαντάσματα χαλκοπράσινα. Η τροφή τους ήταν άθλια, τα βασανιστήρια αβάσταχτα και η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή.
Τον Αύγουστο του 1893 ο Νικόλαος Παλιεράκης και οι συγκατηγορούμενοι του δικάστηκαν στα «Σκόπια»,αθωώθηκαν όμως ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων και με την επέμβαση Ελληνικών και Ξένων διπλωματικών αρχών και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την αποφυλάκιση του ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης μέσω Θεσσαλονίκης έφτασε στην Αθήνα, όπου πληρώθηκε τους μισθούς του από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος και του απονεμήθηκε σε ειδική τελετή από το Βασιλιά Γεώργιο Α΄ το ανώτατο Ελληνικό παράσημο «ο Μεγαλόσταυρος του τάγματος του Σωτήρος».
Όπως μας πληροφορεί το βιβλίο «ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» που εξέδωσε το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών το 1991 η ένταξη ενός προσώπου σ’ ένα τάγμα Αριστείας και η απονομή «Μεγαλόσταυρων» προβλέπεται σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα 25/5/1833 «μόνο» για έξοχες και έκτακτες υπηρεσίες προς την Πατρίδα, ή έξοχης απόδοσης σε οποιοδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής, των γραμμάτων, επιστημών κλπ και ως εκ τούτου είναι σπάνιες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από την ίδρυση του Τάγματος (επί Όθωνος 1833) μέχρι το1991 έχουν γίνει 69 απονομές Μεγαλόσταυρων, εκ των οποίων μόνο 17 από το 1935. Σύμφωνα όμως με τις ανέκαθεν ισχύουσες συνταγματικές επιταγές η απονομή παρασήμων στην Ελλάδα δεν συνεπαγόταν την ταυτόχρονη απονομή κάποιου τίτλου π.χ. του «Ιππότη» ή «Sir», είναι όμως η ανώτατη εθνική τιμή που την απονέμει ο εκάστοτε αρχηγέτης (Βασιλιάς ή Πρόεδρος Δημοκρατίας) ύστερα από πρόταση ειδικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ταγμάτων Αξίας και Τιμής.
Ο σταυρός του Μεγαλόσταυρου αναρτάται από τη Μεγάλη Ταινία, η οποία φέρεται από το δεξιό ώμο χιαστί, προς το αντίθετο ισχύο και συνοδεύεται από τον «Αστέρα» και το παράσημο που προσαρτάται στο αριστερό μέρος του στήθους.
Οι τιμηθέντες με ένταξη σε τάγμα αριστείας δικαιούνταν να τα φέρουν εφ’ όρου ζωής και προβλεπόταν η επιστροφή των διασήμων με το θάνατο του τιμηθέντος. Εξαίρεση έγινε μόνο για τις οικογένειες ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ, ΜΙΑΟΥΛΗ και ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ.
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμα του ο Γ.Π. Εκκεκάκης στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (15/12/2002) τον επόμενο χρόνο το περίφημο «Ημερολόγιο Σκόκου» για το έτος 1904) δημοσίευσε φωτογραφικό πορτραίτο του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη, θεωρώντας τον προσωπικότητα Πανελλήνιας ακτινοβολίας, φορώντας το Ανώτατο Ελληνικό παράσημο που του χορηγήθηκε για τον αγώνα του για τη διάσωση και διάδοση της Ελληνικής γλώσσας στην περιοχή (Βιτώλια – Μοναστηρίου) της τέως Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και εκ του λόγου τούτου όταν απεβίωσε ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και του απονεμήθηκαν οι ύψιστες τιμές όπως θα διαβάσουμε στο τέλος της εργασίας μου αυτής.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης, τιμημένος μεν από την Ύψιστη Ελληνική διάκριση αλλά σε ελεεινή κατάσταση δε, έφθασε στο χωριό του Ορθές Μυλοποτάμου Ρεθύμνης, όπου βρήκε την οικογένεια του σε απελπιστική κατάσταση από την έλλειψη κάθε πληροφορίας για την τύχη του και οι διαδόσεις οργίαζαν. Τόσο πολύ είχε στενοχωρηθεί η αρχόντισσα μητέρα του Άννα, που μετά τρία χρόνια πέθανε σε ηλικία 66 ετών.
Όπως γράφω στην αρχή της εργασίας μου η πολυκύμαντη ζωή του Νικόλαου Εμμ. Παλιεράκη θα μπορούσε να γίνει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα όπως θα δούμε και παρακάτω.
Το Σεπτέμβριο του 1892 λόγω της μεγάλης φήμης του και της αναγνωρισμένης αξίας του διορίσθηκε στα Χανιά και ανέλαβε Γυμνασιάρχης στο εκεί Γυμνάσιο.
Το 1894 ο Νικόλαος Παλιεράκης παντρεύτηκε κατόπιν συνοικεσίου τη Μαργή Στυλιανού Περδικογιάννη από τις Βούτες Μαλεβυζίου Ηρακλείου μια γυναίκα με πολύ ωραία κατατομή και μεγάλα κάθυγρα αμυγδαλωτά μάτια, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά : τον Τέλλο το 1895 και τον Μίνω τέλος του 1896.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης υπηρετούσε Γυμνασιάρχης στα Χανιά μέχρι τον Ιούνιο του 1896 που «Τούρκοι άτακτοι» έκαψαν τα Χανιά και κατέσφαξαν πλήθος αθώων κατοίκων. Με την επέμβαση των Ναυάρχων των «Μεγάλων Δυνάμεων» μόλις διασώθηκε από άγημα Ιταλών Πεζοναυτών και μεταφέρθηκε στα Ευρωπαϊκά Πολεμικά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Χανίων και στη συνέχεια μεταφέρθηκε οικογενειακώς στον Πειραιά σε άθλια κατάσταση.
«Η οικία του στα Χανιά κατεστράφη ολοσχερώς, η πλουσία βιβλιοθήκη του διηπράγη, μηδενός βιβλίου διασωθέντος» σημειώνει στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» ο αδερφός του Γεώργιος. Ο γιός του «Τέλλος» ήταν τότε ενός έτους και η σύζυγος του Μαργή ήταν έγκυος τον «Μίνω», που τον γέννησε στον Πειραιά το ίδιο έτος.
Τον Σεπτέμβριο του 1896 ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης διορίσθηκε Γυμνασιάρχης στην ιστορική πόλη του Μεσολογγίου, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1898, όπως μάλιστα σημειώνει στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του Γεώργιος: ο ίδιος και η οικογένεια του Νικολάου Παλιεράκη διασώθηκαν ως εκ θαύματος κατά τη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (27 Αυγούστου 1898) ενώ παραθέριζαν στο χωριό καταγωγής Βούτες Ηρακλείου.
Ο αδερφός του Γεώργιος αφιερώνει 17 σελίδες των «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΩΝ» του στις οποίες με γλαφυρό λόγο περιγράφει λεπτομερώς τα φοβερά γεγονότα της σφαγής Ηρακλείου, πώς σώθηκαν από θαύμα και ότι η σφαγή αυτή ήταν η αφορμή για να επέμβουν οι «Μεγάλες Δυνάμεις», να επιδώσουν στην «Υψηλή Πύλη» τελεσίγραφο «άμεσης εκκένωσης» της Κρήτης από τον Τουρκικό Στρατό και να αναγνωρίσουν αμέσως το Πολίτευμα της «Αυτονομίας», που παραχωρούσαν στην Κρήτη, όπως κι έγινε.
Το 1899 ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης διορίσθηκε Γυμνασιάρχης στο Ηράκλειο Κρήτης όπου υπηρέτησε μέχρι το 1913.
Για το συγγραφικό έργο του θείου μου Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη έχω να προσθέσω ότι το 1902 εξέδωσε το ογκώδες (650 σελίδες) και χρήσιμο ακόμη και σήμερα βιβλίο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ
ΚΑΤΑ
GUSTAVE DUCOUDRAY
Εκ του Αγγλικού

Εκδότης Ε.Δ. ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗΣ και τυπώθηκε στα Χανιά στο τυπογραφείο Εμμ. Δ. Φραντζεσκάκη (φωτοτυπία εξωφύλλου από εφημερίδα Κρ. Επιθεώρηση).
Επί «Κρητικής Πολιτείας» ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης εξέδωσε άλλο ένα βιβλίο με τίτλο : ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥ του Σοφοκλέους
ANALYSE D’ OEDIPE TYRAN DE SOPHOCLE
Τυπώθηκε στα Χανιά στο τυπογραφείο «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» του Εμμανουήλ Δ. Φραντζεσκάκη. Το Μοναδικό και φυσικά σπανιότατο φυλλάδιο βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά) στη συλλογή Μιχ. Παπαδάκη (Δανδόλου). Έχω επίσημο αντίτυπο του και είναι στη διάθεση σε όποιον ενδιαφερθεί.
Η αγάπη του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη για το θέατρο, η ποιότητα της σκέψης του και η ικανότητα που απέκτησε με την άριστη σκηνοθεσία στο ανέβασμα θεατρικών έργων τον παρακίνησαν να γράψει το θεατρικό βιβλίο με τίτλο :
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
(Καθ’ Όμηρον)
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
(Κατά Σοφοκλέα)
Τυπώθηκε το 1913 στο Ηράκλειο τυπογραφείο Στυλιανού Μ. Αλεξίου. Είναι σπανιότατο βιβλίο. Αντίτυπο του υπάρχει στις βιβλιοθήκες Χανίων, Ρεθύμνου, Πανεπιστημίου Κρήτης και στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά), Έχω ένα αντίγραφο του σε CD και είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου.
Όπως περιγράφει στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδελφός του Γεώργιος Εμμ. Παλιεράκης το θεατρικό έργο «ΑΧΙΛΛΕΥΣ» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Γυμνάσιο Ηρακλείου από ερασιτέχνες ηθοποιούς και στη συνέχεια – λόγω της εξαιρετικής επιτυχίας που είχε – στο θέατρο «ΚΑΛΛΙΘΕΑ» της πόλεως Ηρακλείου.
Ήταν ένας θεατρικός θρίαμβος για την εποχή εκείνη και η φήμη αυτή απλώθηκε σ’ όλη την Κρήτη. Οι παραστάσεις του έργου «ΑΧΙΛΛΕΥΣ» προκάλεσαν εντυπώσεις που ξεπέρασαν τα όρια της Κρήτης, έφθασαν στην Αθήνα και ξεσήκωναν κόσμο, και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών να κατεβαίνουν ειδικά στο Ηράκλειο για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. Δικοί μας και ξένοι, επίσημοι και λαός γέμιζαν ασφυκτικά το θέατρο. Μήλο δεν έπεφτε στις παραστάσεις. Οι παραστάσεις παίρνανε αέρα μυσταγωγίας. Σιωπή θρησκευτική επικρατούσε μόλις σηκωνόταν η αυλαία. Βελόνα να πεφτε θ’ ακουγόταν. Τα μάτια των θεατών ήταν καρφωμένα στη σκηνή. Άνδρες, γυναίκες, νέοι κρατούσαν την αναπνοή τους και παρακολουθούσαν με αδιάκοπο ενδιαφέρον την παράσταση. Όταν έπεφτε η αυλαία το ακροατήριο χειροκροτούσε με φανατισμό και ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος.
Όπως αναφέρει στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του ο αδερφός του Γεώργιος, ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης στη Θεσσαλονίκη από το 1914 έως το 1917.
Από την ίδια αξιόπιστη πηγή αντλώ την πληροφορία ότι αρχές Ιουλίου του 1918 ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης υπηρέτησε Γυμνασιάρχης στην Αθήνα στο 8ο Γυμνάσιο Αθηνών στην οδό Αγίου Μελετίου, στα Πατήσια.
Έμενε μέσα στο Γυμνάσιο, σε δύο επί τούτω δωμάτια, με τα παιδιά του Τέλλο και Μίνω, φοιτητές Πανεπιστημίου.
Για την εξωτερική εμφάνιση και τα χαρίσματα του βιογραφούμενου Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη ξεκινώ από μια περιγραφή του όπως μου την είχε διηγηθεί, πολλές φορές, η μακαρίτισσα η γιαγιά μου Ανεζίνα σύζυγος Εμμανουήλ Χαλκιαδάκη, που ήταν η μικρότερη αδερφή του.
«Ο αδελφός μου Νικόλαος ήτανε ένας σπουδαίος Κρητικός, ένας λεβέντης με γοητευτικά μάτια και σγουρά μαύρα μαλλιά. Είχε ανάστημα μάλλον υψηλόν κι έμοιαζε πολύ του πατέρα μας. Ήταν στρογγυλοπρόσωπος κι είχε μουστάκι μικρότερον εκείνου. Ήτανε κομψός με τα «Ευρωπαϊκά» και το τσόχινο πλατύγυρο καπέλο (τότε το σύνολο των ανδρών φορούσαν την «Κρητική στολή»). Ήτανε το καμάρι των γονιών μας και ο αγαπημένος μας αδελφός.
Ήτανε σεμνός, σοβαρός, με ανοιχτό καθαρό πρόσωπο, με γνώσεις απέραντες, με ομιλία καθαρή, ευχάριστη και πλούσια σε περιεχόμενο.
Στο σχολείο άνοιγε το μυαλό των παιδιών και έξω από αυτό τις καρδιές των μεγάλων».
Με πλημμυρισμένα τα μάτια της η γιαγιά μου τελείωνε την αφήγηση λέγοντας :
«Ο αδελφός μου «Νικόλαος» είχε το θείο χάρισμα. Συνδύαζε την ιδιοφυΐα με μια οξύτατη αντίληψη. Είχε φοβερή θέληση και μυαλό στέρεο και πλατύ. Πάνω απ’ όλα όμως ήτανε άνθρωπος. Είχε μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη αρετή την «ανθρωπιά» που ήτανε έντονα αισθητή και αφοπλιστική…..»
Η τοπική, η οικογενειακή και η συγγενική προφορική παράδοση διατηρεί πολλές μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι πράγματι εντυπωσίαζε όλους η μορφή του και τους έκανε να τον εμπιστεύονται, να τον σέβονται και να τον αγαπούν από την πρώτη στιγμή. Δινότανε ατόφιος σε όλους, ό,τι και να τανε στην κοινωνική σκάλα.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης είχε προικιστεί από το Θεό και από τη φύση με άπειρα χαρίσματα. Εγώ θεωρώ ότι ο μακαρίτης ο θείος μου ο Νικόλαος ήταν κι αυτός ένα από τους πολύπαθους, μυθιστορηματικούς, περιπετειώδεις και απίθανους τύπους των Κρητικών Επαναστάσεων. Ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους που δούλεψε με τη σκέψη, με τη ψυχή, με την καρδιά, με την πέννα, με τη διδασκαλία και με το κήρυγμα για εθνικούς σκοπούς, όπως μας βεβαιώνει η διπλωματική αποστολή του ως εκπαιδευτικού, στα Βιτώλια (Μοναστήρι) της τέως Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (Σκοπίων).
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης ήταν μια πλούσια φύση αφοσιωμένη στα μεγάλα ιδανικά, στην Ελληνική παιδεία και στην Εθνική ιδέα. Ήταν ένας από τους ευγλωττότερους κήρυκες των Ελληνικών ιδεών, της πίστης στις Εθνικές αξίες και της αναζωογονητικής δύναμης του Ελληνισμού. Και σαν τέτοιος πρέπει ιδιαίτερα να προσέχεται. Προ πάντων από τους νεώτερους.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης έμεινε ένα «φαινόμενο» πνευματικού ανθρώπου, που ξεπλήρωσε στο ακέραιο το καθήκον του, την αποστολή του προς το έθνος και τον εαυτό του. Αγωνίστηκε για την αναγέννηση της Εθνικής ψυχής όσο ελάχιστοι. Πρόσφερε στην προσπάθεια του ψυχή, καρδιά και νου.
Η Κρήτη, η Ελλάδα, η κοινωνία πολλά οφείλουν σ’ αυτόν τον αληθινά φωτισμένο άνθρωπο, τον Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη.
Θέλω τέλος να προσθέσω ότι όπως βεβαιώνει η οικογενειακή παράδοση ο βιογραφούμενος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει παράπονο για κανέναν, ούτε για συγγενείς, ούτε για πολιτικούς και προπαντός για τον Ελευθέριο Κυρ. Βενιζέλο, που ήταν ένας σπουδαίος συναγωνιστής του και ένας ξεχωριστός και πιστός φίλος του.
Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης ο επιφανέστατος Πολίτης, ο μεγάλος Κρητικός, ο τιμημένος με την ανώτατη Εθνική τιμή, ο ανώτατος εκπαιδευτικός, πέθανε ξαφνικά «σχεδόν πένης» - όπως λένε – στο φτωχικό σπίτι του στην Καλλιθέα Αθηνών το 1925, σε ηλικία 65 ετών, λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί.
Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, με δημόσια δαπάνη και του απονεμήθηκαν τιμές «Πρωθυπουργού», όπως αναφέρει στο βιβλίο του (σελ. 13) ο ομοχώριος του Κωστ. Μ. Παδουβάς, που εξέδωσε το 1991.
Όπως όμως ανέφερα προηγουμένως η απονομή στον Νικόλαο Εμμ. Παλιεράκη του Ανώτατου Ελληνικού Παρασήμου, του «Μεγαλόσταυρου του τάγματος του Σωτήρος» ως αναγνώριση και επιβράβευση των εξαίρετων υπηρεσιών του προς την πατρίδα και της έξοχης απόδοσης του στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών επιβάλλουν, κατά την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνταγματικές επιταγές, τις ύψιστες επικήδειες τιμές.
Ο θείος μου ο «Νικόλαος» έφυγε από τη ματαιότητα του κόσμου τούτου αφού πέταξε με τα πάλλευκα φτερά της ψυχής του στους πανέμορφους κήπους του Παραδείσου. Θα μείνει όμως στη δική μου ψυχή σαν ένας μεγάλος άρχοντας της ιστορικής του γενιάς. Ένας γενναίος Κρητικός, ένας από τους περήφανους Έλληνες, ένας σοφός άνθρωπος, ένας σπουδαίος πρόγονος.
Αφιερώνω ευλαβικά στη μνήμη του την εργασία μου αυτή, τον απέραντο θαυμασμό και την ευχή. Εκεί στα ύψη τα απρόσιτα, που βρίσκεται η ψυχή του, στην αιώνια γαλήνη, στη γειτονιά των αγίων, των αγγέλων, των γενναίων, των μεγάλων και των εκλεκτών του Θεού να αναπαύεται «εν ειρήνη» κοντά στους γονείς, τ’ αδέλφια του και τους συγγενείς του.
Ογδόντα δύο χρόνια (82) έχουν περάσει από τότε που ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην αθανασία. Ας σταθούμε ευλαβικά στη μνήμη του και ας ρίξουμε λίγα ροδοπέταλα αγάπης στον τάφο του. Ας μην τον λησμονήσουμε ποτέ, διότι όπως είπε και ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Ουράνης «οι νεκροί πεθαίνουν όταν τους λησμονάνε…»
Τώρα που η μνήμη του Νικολάου Εμμ. Παλιεράκη ξαναζεί θα του δώσουμε την τιμή και την αξία που του ανήκει…
Αιωνία η μνήμη του.




Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Νικολάου Παλιεράκη-Ανάλυση Οιδίποδος Τυράννου..

ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥ
ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ

ANALYSE D’ CEDIPE TYRAN DE SOPHOCLE
ΠΡΟΣ ΟΔΗΓΙΑΝ ΤΩΝ ΘΕΑΤΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟ ΣΚΗΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
1903

ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥ
Λάϊος, ο βασιλεύς των Θηβών, είχε λάβει χρησμόν παρά του μαντείου του Απόλλωνος ότι πέπρωται να αποθάνη υπό του υιού αυτού, όν ήθελε γεννήσει μετά της συζύγου Ιοκάστης. Μετά την γέννησιν λοιπόν υιού διέτρυσεν ούτος τα σφυρά αυτού και έδωκεν αυτόν δούλω τινί, ίνα φονεύση αυτόν. Ο δούλος όμως ευσπλαχνισθείς το παιδίον έδωκεν αυτό επί του όρους Κιθαιρώνος ποιμένι Κορινθίω, όστις εδώρησεν αυτό εις τον άπαιδα βασιλέα της Κορίνθου Πόλυβον και την σύζυγον αυτού Μερόπην, ούτοι δ’ ανέθρεψαν αυτό ως ίδιον τέκνον και ωνόμασαν αυτό Οιδίποδα εκ του παθήματος των ποδών αυτού. Ημέραν τινά εν συμποσίω μεθυσθείς τις απεκάλεσε τον Οιδίποδα νόθον, η δ’ ύβρις αύτη ετάραξε την νεανικήν αυτού ευτυχίαν.
Βαρέως φέρων την ύβριν ταύτην ο Οιδίπους μετέβη εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση αυτό περί των αληθών αυτού γονένων. Ο Απόλλων όμως, αντί να απαντήση εις την ερώτησιν αυτού, προείπεν αυτώ, ότι θα γεννήσει μετά της μητρός αυτού τέκνα και ότι θα φονεύση τον πατέρα. Ίνα αποφύγη λοιπόν τα φοβερά ταύτα ο Οιδίπους ΄στρεψε τα νώτα εις την Κόρινθον και μόνος, έρημος, ωδοιπόρει δια της Φωκίδος.
Κατά τον αυτόν χρόνον ο Λάϊος επορεύετο εις Δελφούς ως θεωρός. Εκεί δ’ όπου συναντώνται αι από Δελφών και Δαυλίας οδοί συναντά ο Οιδίπους γέροντα οδοιπόρον (τον Λάϊον) εφ’ άρματος οδηγουμένου υπό κήρυκος, οίτινες πειρώνται να εκτρέψωσιν αυτόν βία της οδού. Ο Οιδίπους όμως δεν υποχωρεί, αλλά κτυπά τον αμαξηλάτην. Ο δε γέρων κτυπά τον Οιδίποδα επί της κεφαλής δια μάστιγος, τότε ο Οιδίπους κτυπά και αυτόν δι οδοιπορικής ράβδου, ούτως ώστε έπεσεν εκτός της αμάξης και ούτως εφόνευσε πάντας τους ακολούθους του Λαΐου, ως τουλάχιστον ενόμιζεν. Είς όμως τούτων εσώθη και, ίνα αποφύγη το όνειδος της φυγής, διηγείται επανελθών εις Θήβας, ότι ο Λάϊος εφονεύθη υπό ληστών.
Μετά ταύτα ο Οιδίπους εξηκολούθησε την πορείαν και έφθασε πλησίον των Θηβών, όπου ήτο τότε η Σφίγξ, τέρας φοβερόν, όπερ εφόνευε πάντα, όστις δεν έλυε το προτεινόμενον υπ’ αυτής αίνιγμα. Ο Οιδίπους λύει το προταθέν αίνιγμα και ούτω την μεν πόλιν σώζει, λαμβάνει δε ως σύζυγον την χήραν του αποθανόντος βασιλέως Ιοκάστην και άρχει επί τινα χρόνον ως ευτυχής βασιλεύς, η δε σύζυγος γεννά αυτώ δύο υιούς και δύο θυγατέρας. Αίφνης όμως, φοβερός λοιμός, σταλείς υπό του Απόλλωνος, ως ποινή δια τον φόνον του Λαΐου, καταλαμβάνει την πόλιν και εντεύθεν άρχεται η εξέλιξις του δράματος.

ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Πρόλογος 1-150. Ο πατρικός βασιλεύς Οιδίπους, ο υπό πάντων κλεινός καλούμενος, προσαγορεύων, ως ίδια τέκνα, τους παίδας και νεανίας, οίτινες γονυκλινείς προ των ανακτόρων έχουσι καταθέσει επί των βωμών ικετηρίους κλάδους, ερωτά τον μετ’ αυτών ιερέα τον λόγον της ικετείας ταύτης και το αίτιον των προσευχών και θρήνων, οίτινες φθάνουσι μέχρι των εαυτού ώτων.
Ο ιερεύς, απαντών, εκτίθησι τον λόγον, δι’ ον αυτοί μεν μετέβησαν προ των ανακτόρων, ο δε λαός φέρων κλάδους είναι συνηθροισμένος προ των διαφόρων ναών της πόλεως, διότι λέγει «η πόλις σαλεύεται (ως πλοίον κλυδωνιζόμενον), φθίνουσιν οι καρποί εν τοις κάλυξι, φθίνουσι τα έμβρυα εν τη κοιλία των ζώων, αι γυναίκες δεν γεννώσι βιώσιμα τέκνα, η δε νόσος, ως πυρφόρος θεός, επελαύνει την πόλιν, ήτις κενούται πολιτών πληρούται δ’ ο Άδης στεναγμών και γόων, τούτου ένεκα ικετεύομεν σε ίνα εύρης σωτηρίαν τινά ως και ότε απήλλαξας την πόλιν της σκληράς Σφιγγός, διότι «ουδέν έστι πόλις έρημος ανδρών».
Γνωρίζω ότι νοσείτε πάντες, τέκνα μου, λέγει τεθλιμμένος ο Οιδίπους, αλλ’ εγώ υποφέρω περισσότερον, διότι λυπούμαι και την πόλιν και εμαυτόν και υμάς, μάθετε λοιπόν, ότι πολλά έχυσα δάκρυα και προθύμως ό,τι εδυνάμην έπραξα, έστειλα δηλ. το γαμβρόν μου Κρέοντα εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση τον Απόλλωνα περί του πρακτέου και όταν έλθη, να με ονομάζητε κακόν βασιλέα, εάν δεν πράξω όσα αν μοι δηλώση ο θεός.
Ήδη αναγγέλλει ο ιερεύς, ότι έρχεται ο Κρέων εύθυμος και εστεφανωμένος δάφνη, πλησιάσας δε λέγει, ότι φέρει καλήν αγγελίαν και κατ’ απαίτησιν του Οιδίποδος αναγγέλλει ενώπιον πάντων ούτος ότι ο Φοίβος Απόλλων διατάττει, ίνα φονεύσωσιν ή εξορίσωσιν εκ της χώρας τον μιαρόν άνδρα, τον φονέα του Λαΐου, όστις είναι ενταύθα, ότι το ζητούμενον είναι κατορθωτόν εκφεύγει δε το αμελούμενον, ότι ο Λάϊος αποδημών ποτε, ως θεωρός, δεν επανήλθε, διότι εφόνευσαν αυτόν λησταί επιπεσόντες κατ’ αυτού, επειδή δε επίεζε τότε η Σφίγξ τας Θήβας δεν επέτρεψε τοις Θηβαίοις να αναζητήσωσι τους φονείς του βασιλέως Λαΐου.
Ο Οιδίπους υπισχνείται ήδη, ότι και χάριν της χώρας και χάριν του θεού και χάριν εαυτού θα απομακρύνη τον μιαρόν φονέα, προσκαλεί τους νέους να εγερθώσιν από των βωμών και να προσέλθη σύμπας ο λαός, διότι έχει σκοπόν να πράξη ό,τι δύναται, ο ιερεύς παρακελεύεται τότε τους νέους να απέλθωσι και εύχεται, ίνα ο Απόλλων σώση την πόλιν καταπαύων την νόσον.
Χορός (πάροδος 151-215). Ο χορός, φόβω συνεχόμενος, αναλογίζεται τι άραγε εννοεί ο χρησμός και τι καθήκον επιβάλλει τη πόλει, και επικαλείται την Αθηνάν, τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα, να προσέλθωσι και νυν βοηθοί, ως και άλλοτε, διότι αι μεν γυναίκες δεν σώζονται εκ των ωδίνων, οι πολίται δίκην ταχυπτέρου πτηνού και ακαταγωνίστου πυρός κατέρχονται εις Άδου, τα πτώματα αυτών κείνται άταφα και αι σύζυγοι και αι πολιαί μητέρες στενάζουσι παρά τοις βωμοίς, και παρακαλεί την Αθηνάν να εκδιώξη τον καταστρεπτικόν τούτον θεόν εις τα βάθη της θαλάσσης, τον δε πατέρα Δία να κεραυνώση αυτόν, και τον πολιούχον Διόνυσον να κατακαύση αυτόν.
Ο Οιδίπους προσερχόμενος επί της σκηνής επικαλείται την προσοχήν των Θηβαίων και διατάσσει αυτούς να δείξωσι τον φονέα ή τουλάχιστον να αποκλείσωσιν αυτόν, ως μικρόν, πάσης κοινωνικής και θρησκευτικής αναστροφής, διότι, πλην του ότι διέταξε τούτο ο Απόλλων, απώλετο και ανήρ και βασιλεύς άριστος, και υπισχνείται ότι θα ενεργήση ό,τι δυνατόν, ως εάν ο Λαϊος ήτο πατήρ αυτού (οία ειρωνεία !). Τοις δε παραβάταις των διαταγών αυτού εύχεται μη τε η γη να παράσχη καρπόν μη τε αι γυναίκες τέκνα, ο δ’ εργάτης του φόνου να κατατρίψη κακώς τον βίον, και εάν υπάρχη εν τω οίκω αυτού εν γνώσει αυτού (οίκτος !) να πάθη όσα αυτός κατηράσθη.
Μετά μικρόν διάλογον, μεταξύ χορού και Οιδίποδος, καθ’ όν ο χορός δικαιολογών εαυτόν λέγει, ότι ούτε εφόνευσε ούτε γνωρίζει τον φονέα, συνιστά τω Οιδίποδι να προσκαλέση τον μάντιν Τειρεσίαν.
Ο Οιδίπους είχε πράξει τούτο και ήδη προσέρχεται ο Τειρεσίας οδηγούμενος υπό παιδός. Τούτω εκτίθησιν ο Οιδίπους την φοβεράν θέσιν της πόλεως και τον χρησμόν του θεού και παρακαλεί αυτόν να σώση την πόλιν «διότι είναι άριστος κόπος να ωφελή τις από ό,τι έχει και δύναται».
Ο θεόληπτος μάντις, γνωρίζων ότι αυτός ο Οιδίπους είναι ο φονεύς του Λαΐου, αρνείται να απαντήση και ούτω εγείρεται σφοδρός διάλογος μεταξύ αμφοτέρων, καθ’ όν ο δυστυχής Οιδίπους κατ’ αρχάς μεν παρακαλεί τον μάντιν, είτα δ’ οργίζεται κατ’ αυτού λέγων μάλιστα, ότι και ούτος είναι συνένοχος και ότι, εάν δεν ήτο τυφλός θα έλεγεν, ότι αυτός μόνος διέπραξε τον φόνον, ο δε Τειρεσίας οργισθείς και αυτός ομολογεί ότι αυτός είναι ο φονεύς του Λαΐου, ότι από της ημέρας εκείνης δεν πρέπει να προσαγορεύη τις αυτόν και ότι αναστρέφεται αισχίστως μετά των φιλτάτων (της μητρός). Ο Οιδίπους όμως φρονεί ότι η φοβερά αύτη αλήθεια είναι αποτέλεσμα οργής και υβρίζων ονομάζει αυτόν τυφλόν τα ώτα, τον νουν και τα όμματα.
Μετά τινας αντεγκλήσεις ο Οιδίπους συλλαμβάνει την ίδέαν, ότι ο μάντις μετά του Κρέοντος συνώμοσαν, ίνα εκδιώξωσιν αυτόν της αρχής. Ο δε χορός, μάρτυς της λογομαχίας ταύτης, φρονεί, ότι οι εκατέρωθεν λόγοι ήσαν αποτέλεσμα οργής και συνιστά, ίνα από κοινού σκέψωνται περί του πρακτέου. Ο Τειρεσίας όμως οργιζόμενος έτι μάλλον, επί τω ότι ωνόμασεν αυτόν τυφλόν ο Οιδίπους, προλέγει αυτώ τα φοβερά τάδε, «συ βλέπεις και όμως δεν βλέπεις εν τίνι κακώ ευρίσκεσαι ουδέ πού, ουδέ μετά τίνων κατοικείς, δεν γνωρίζεις την καταγωγήν σου, δεν εννοείς, ότι είσαι εχθρός των τε νεκρών και των ζώντων συγγενών σου, δεινή δε κατάρα θα σε εκδιώξη εκ ταύτης της χώρας τυφλόν και ουδέν όρος θα σε δεχθή όταν μάθη τον ανόσιον γάμον σου, όστις θα σε αποδείξη αδελφόν των τέκνων σου». Επί τοις λόγοις τούτοις ο Οιδίπους εκδιώκει αυτόν ως μωρόν, ούτος δε λέγει, ότι κατ’ αυτόν μεν είναι μωρός, ενώπιον των γονέων αυτού όμως είναι φρόνιμος.
Επί τω ακούσματι των γονέων αυτού ο Οιδίπους ταράττεται και παρακαλεί τον Τειρεσίαν, ίνα μείνη, όπως είπη αυτώ τίνες είναι ούτοι, ούτος όμως κελεύει τον οδηγόν να απαγάγη αυτόν επιλέγων τα φοβερά τάδε, « ο ανήρ ον ζητείς είναι ενταύθα, θα τυφλώση εαυτόν, θα γείνη πτωχός από πλουσίου, θα πορευθή εις ξένην γην στηριζόμενος επί βακτηρίας, θα αποδειχθή αδελφός και πατήρ των τέκνων, υιός και σύζυγος της μητρός, ομόσπορος και φονεύς του πατρός αυτού».
Τέλος του Αου μέρους
Χορός Αον στάσιμον 463-512. Ο χορός λέγει ότι είναι καιρός να φύγη ο φονεύς ταχύτερον των ταχέων ίππων, διότι ο Απόλλων και αι φοβεραί Ερινύες του Λαΐου καταδιώκουσιν αυτόν, δεν πείθεται όμως ότι ο Οιδίπους είναι ένοχος, φρονεί ότι ο μάντις ίσως ηπατήθη, διότι μόνον ο Ζεύς και ο Απόλλων είναι αλάθητοι, ο δε Τειρεσίας είναι άνθρωπος, κατ’ ακολουθίαν δεν δύναται να θεωρήση τον Οιδίποδα κακόν.
Ήδη προσέρχεται επί της σκηνής ο Κρέων, όστις ακούσας τας κατ’ αυτού κατηγορίας του Οιδίποδος και δικαιολογούμενος, λέγει, ότι δεν επιθυμεί την ζωήν εάν έβλαψε κατά τι τον Οιδίποδα, ο δε χορός, πειρώμενος να καθησυχάση αυτόν, λέγει, ότι μάλλον εξ οργής ή εκ πεποιθήσεως ελέχθησαν οι λόγοι ούτοι, ότε δ’ ερωτά αυτόν αύθις ο Κρέων εάν οι λόγοι του Οιδίποδος ελέχθησαν μετά πεποιθήσεως, ο χορός, ως ευπειθής υπήκοος, απαντά ότι «δεν έχει οφθαλμούς ουδ’ ώτα δι’ όσα πράττουσιν οι άρχοντες».
Ο Οιδίπους διερχόμενος έξω των μεγάρων και βλέπων τον Κρέοντα προβαίνει επί της σκηνής και μεστός οργής λέγει «πώς ήλθες εις τον οίκον μου συ ο φονεύς του Λαΐου και άρπαξ της αρχής μου, με ενόμισας δειλόν ή μωρόν ή ότι δεν θα εμάνθανον την πράξιν σου ή ότι δεν θα εδυνάμην να αμυνθώ;». Ενταύθα διαλογικώς ο μεν Οιδίπους επιρρίπτει αυτώ το διάβημα του Τειρεσίου, ο δε Κρέων πειράται να απολογηθή, λέγων, ότι θα ήτο ανόητος να επιδιώξη την κατάληψιν της αρχής, ενώ ήδη, ως γαμβρός αυτού, έχει πάντα τα ωφελήματα της αρχής χωρίς να έχη τας ευθύνας και τους φόβους, ότι δεν πρέπει τις άνευ αποδείξεως να θεωρή τον χρηστόν άνθρωπον κακόν και να διαρρηγνύη την φιλίαν, ότι μόνος ο χρόνος αποδείκνυσι τον δίκαιον άνδρα, τον άδικον όμως δύναται τις να γνωρίση και εν μια ημέρα. Ο χορός συμβουλεύει τω Οιδίποδι προσοχήν διότι οι αποφασίζοντες ταχέως δεν αποφασίζουσιν ασφαλώς. Ο Οιδίπους όμως δεν πείθεται και αποφασίζει να φονεύση αυτόν.
Ήδη ο χορός αναγγέλλει την Ιοκάστην, ήτις, ακούσασα την λογομαχίαν, οικτίρει αμφοτέρους, διότι, της πόλεως νοσούσης, ίδια κινούσι κακά και προτρέπει αυτούς να μεταβώσιν εις τα ίδια, ότε δε μανθάνει αύτη ότι ο Οιδίπους απεφάσισε να φονεύση τον Κρέοντα μεσολαβεί και αφίεται ούτος ελεύθερος. Μεθ’ ό ερωτώσα τον Οιδόποδα το αίτιον της οργής αυτού μανθάνει, ότι ωργίσθη κατά του Κρέοντος, διότι τη εισηγήσει αυτού, ο Τειρεσίας ωνόμασεν αυτόν φονέα του Λαΐου.
Η Ιοκάστη, μετά την αποχώρησιν του Κρέοντος, θέλουσα να καθησυχάση αυτόν, ομιλεί περιφρονητικώς περί της μαντικής, λέγουσα ότι ήλθε ποτε χρησμός τω Λαΐω, ότι είναι πεπρωμένον να αποθάνη ούτος υπό του παιδός αυτού, ενώ ούτος εφονεύθη υπό ληστών εν τριπλαίς αμαξιτοίς, το δε τέκνον αυτού 3 ημέρας μετά την γέννησιν συνάψας περόνη τα σφυρά έρριψεν εις άβατον όρος και ούτω δεν επληρώθη ο χρησμός.
Ο Οιδίπους ακούσας ότι ο Λάϊος εφονεύθη εν τη σχιστή οδώ, ήτις άγει επί το αυτό από Δελφών και Δαυλίας ταράσσεται σφόδρα, διότι ακριβώς εκεί εφόνευσεν ούτος άγνωστον γέροντα και ερωτά ανυπομόνως περί του χρόνου του φόνου, του αναστήματος και της ηλικίας του Λαΐου, ότε δε μανθάνει ότι εφονεύθη ούτος ολίγον προ της αφίξεως αυτού εις Θήβας, ότι προ μικρού είχε λευκανθή την κεφαλήν και ότι ήτο όμοιος αυτώ, καταλαμβάνεται υπό μεγάλης ψυχικής ταραχής και τέλος αναφωνεί «φοβούμαι πολύ ότι ο τυφλός μάντις βλέπει».
Συνεχίζων την εξέτασιν ο Οιδίπους μανθάνει ότι οι ακόλουθοι του Λαΐου ήταν 5 και ότι έφερε τον Λάϊον άμαξα ημιονική. Μετά ταύτα ερωτά την Ιοκάστην τις έδωσε τας πληροφορίας ταύτας, αύτη δ’ απαντά ότι τας πληροφορίας ταύτας έδωκε τις, όστις μένει εν τοις αγροίς ως ποιμήν, διότι μετά τον θάνατον του Λαΐου δεν ήθελε να μένη εν τη πόλει, αλλά διατί δυσφορείς; ερωτά η Ιοκάστη.
Ο Οιδίπους απαντά ότι ο πατήρ αυτού ωνομάζετο Πόλυβος, βασιλεύς της Κορίνθου, η δε μήτηρ αυτού Μερόπη, ότι ποτέ εν συμποσίω απεκλήθη νόθος, τούτου δ’ ένεκα μετέβη εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση αυτό περί των αληθών αυτού γονέων. Ο Απόλλων όμως δεν έκρινεν αυτόν άξιον απαντήσεως, αλλ’ είπεν αυτώ δεινά και δυστυχή, ότι θα συνέλθη μετά της μητρός, ότι θα γεννήση τέκνα, τα οποία δεν θα δύνανται να βλέπωσιν οι άνθρωποι και ότι θα φονεύση τον πατέρα. Ακούσας ταύτα έφευγε την Κόρινθον, ότε δ’ έφθασε τον χώρον όπου, ως λέγει η Ιοκάστη, εφονεύθη ο βασιλεύς, συνήντησε κήρυκα και γέροντα επί πωλικής αμάξης. Επειδή δ’ ο αμαξηλάτης προσεπάθει να εκτρέψει αυτόν της οδού εκτύπησεν αυτόν και είτα τον γέροντα και ούτω εφόνευσε πάντας «εάν δ’ ο ανήρ ούτος είναι ο Λάϊος τις άλλος είναι αθλιώτερος εμού».
Ο χορός προτρέπει αυτόν να ελπίζη, η δ’ Ιοκάστη παραμυθεί αυτόν λέγουσα το μεν, ότι ο Λάϊος, κατά τον ποιμένα, εφονεύθη υπό ληστών, το δε, ότι ο Απόλλων είπεν ότι θα φονευθή υπό του υιού αυτού και όμως ο υιός απέθανεν προ του πατρός. Ο Οιδίπους επιμένει να έλθη εκ των αγρών ο ποιμήν, η δ’ Ιοκάστη υπισχνείται να φέρη αυτόν και οδηγεί αυτόν εις τα ανάκτορα.
Βον στάσιμον (863-910). Ο χορός, ακούσας της Ιοκάστης βλασφημούσης, αποδοκιμάζει αυτήν και εύχεται να η αγνός λόγω και έργω καθ’ όλον τον βίον, διότι της αγνείας πρόκεινται θείοι νόμοι μεγάλην έχοντες δύναμιν. Εάν τις εξ αλαζονείας δεν φοβήται την δίκην και δεν σέβηται τους ναούς των θεών παρακαλεί ο χορός να τιμωρηθή ο τοιούτος.
Η Ιοκάστη εξελθούσα των ανακτόρων και αποτεινομένη προς τον χορόν λέγει ότι ο Οιδίπους λυπείται υπερβαλλόντως, μεθ’ ό στρεφομένη εις το πλησίον κείμενον άγαλμα του Απόλλωνος παρακαλεί αυτόν να εύρη καλήν τινα λύσιν.
Ήδη εμφανίζεται επί της σκηνής άγγελος εκ Κορίνθου αγγέλλων, ότι ο βασιλεύς Πόλυβος απέθανε και ότι οι Κορίνθιοι σκοπούσι να ανακηρύξωσι τον Οιδίποδα, ως υιόν αυτού, βασιλέα της χώρας. Η Ιοκάστη παραμυθουμένη χλευάζει τον χρησμόν, καθ’ όν ο Οιδίπους έμελλε να φονεύση αυτόν (τον Πόλυβον) και στέλλει πρόσπολον τινα, ίνα προσκαλέση τον Οιδίποδα.
Ο Οιδίπους εξελθών των ανακτόρων μανθάνει παρ’ αυτού του αγγέλου τον θάνατον του Πολύβου, μεθ’ ό και αυτός ομιλεί περιφρονητικώς περί των μαντειών και των οιωνών.
Παρήλθε λοιπόν, ως νομίζει, ο περί του φόνου του πατρός φόβος του Οιδίποδος μένει όμως ο περί της μητρός φόβος, αλλά και τούτου νομίζει ότι απαλλάττει αυτόν ο άγγελος λέγων ότι δεν είναι ούτος υιός ούτε του Πολύβου ούτε της Μερόπης, αλλ’ ότι αυτός ο ίδιος έδωκε τούτον εις αυτούς ευρών αυτόν, διατρύτους έχοντα τους πόδας, επί του όρους Κιθαιρώνος, όπου έβοσκε τα ποίμνια του Πολύβου.
Ο Οιδίπους, πλήρης αγωνίας, ερωτά αυτόν τις έδωκεν αυτώ το παιδίον και τίνος ήτο τέκνον τούτο, ο δ’ άγγελος προβαίνων εις τας αποκαλύψεις αυτού λέγει, ότι το παιδίον έδωκεν αυτώ ποιμήν τις του Λαΐου, όν ζητεί επιμόνως ο Οιδίπους, εις ύψιστον σημείον ψυχικής ταραχής ευρισκόμενος.
Η Ιοκάστη εννοήσασα την αποκαλυφθείσαν φοβεράν αλήθειαν πειράται να αποτρέψη τον Οιδίποδα να εξετάση τα περαιτέρω, ούτος όμως δεν πείθεται, απέρχεται δε συντετριμμένη ψυχικώς και ολολύζουσα τα φοβερά τάδε «ιού, ιού δύστηνε, τούτο γαρ σ’ έχω μόνον προσειπείν, άλλο δ’ ούποτ’ ύστερον» και απερχομένη απάγχεται. Ο Οιδίπους όμως ουδεμίαν προσοχήν δίδει εις τους θρήνους της Ιοκάστης, θεωρεί δ’ ήδη εαυτον τέκνον της Τύχης, διότι ακόμη δεν εσχημάτισε την πεποίθησιν, ότι είναι υιός της συζύγου αυτού Ιοκάστης.
Γον στάσιμον (1086-1109). Και αυτός ο χορός, θεωρών τον Οιδίποδα ως τέκνον της Τύχης, λέγει, ότι ταχέως θα εγκωμιάση τον Κιθαιρώνα ως τροφόν και μητέρα του βασιλέως αυτού και εν απορία ερωτά τις άρα γε των αγροτικών θεών έσπειρεν αυτόν συνελθών μετά τινος Νύμφης.
Ήδη προσέρχεται επί της σκηνής ο ποιμήν, όστις είχεν εκθέσει τον μικρόν Οιδίποδα επί του όρους Κιθαιρώνος. Μετά μικράν δ’ ανάκρισιν, καθ ήν ούτος μεν πειράται να αποκρύψη την αλήθειαν, ο δε Οιδίπους απειλεί να υποβάλη αυτόν εις βασανιστήρια, αναγκάζεται να ομολογήση ούτος, ότι πράγματι παρέλαβε τον Οιδίποδα παρά της Ιοκάστης, ίνα φονεύση αυτόν, διότι χρησμός τις είχεν ειπεί, ότι έμελλε να φονεύση τον πατέρα αυτού, αλλ’ ούτος ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις τον Κορίνθιον ποιμένα.
Ο δυστυχής Οιδίπους, το ευγενές τούτο θύμα απηνούς μοίρας, ανακαλύπτει ήδη άπασαν την φοβεράν αλήθειαν και άπελπις αναφωνεί «ιού, ιού, ω φως, είθε να σε ίδω τελευταίον σήμερον, εγώ, όστις εγεννήθην αφ’ ων δεν έπρεπεν, όστις συνέζων μεθ’ ων δεν έπρεπεν και όστις εφόνευσα ούς δεν έπρεπεν».
Τέλος του Βου μέρους
Δον στάσιμον(1186-1222). Ο χορός επί τη καταστροφή του ευγενούς βασιλέως ελεεινολογών τον ανθρώπινον βίον, λέγει, ότι μόνιμος ευδαιμονία είναι ανέφικτος, παράδειγμα ο Οιδίπους, όστις εν ω υπήρξεν ευτυχέστατος και σωτήρ της πατρίδος, εγένετο αθλιώτατος και εύχεται να μη είχε γνωρίσει αυτόν.
Έξοδος(1222-τέλους). Ενταύθα ο εξάγγελος, αναγγέλλων τα δυστυχήματα του οίκου του Λαβδάκου λέγει, ότι ουδείς ποταμός δύναται να αποπλύνη τον οίκον τούτον, μεθ’ ό διηγείται, ότι η Ιοκάστη εισελθούσα εις τον νυμφικόν θάλαμον απέσπα την κόμην δι’ αμφοτέρων των χειρών. Εν τω μεταξύ εισελθών εις τον οίκον ο Οιδίπους ζητεί ξίφος, ως δ’ είδε την Ιοκάστην κρεμαμένην δεινά βρυχηθείς, ο ταλαίπωρος, χαλά τον κρεμαστόν βρόχον και είτα αποσπάσας χρυσάς περόνας απ’ αυτής κτυπά πολλάκις τας κόρας των οφθαλμών, ίνα εν τω μέλλοντι μη βλέπη εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε (τα τέκνα) και μη γνωρίση εκείνους τους οποίους έπρεπε (τους γονείς). Ούτω η παλαιά ευτυχία είναι σήμερον στεναγμός, δυστυχία, αισχύνη, πάντα τα κακά, και φωνάζει να ανοίξωσι τας θύρας, ίνα ίδωσι πάντες τον πατροκτόνον.
Ο χορός, βλέπων το δεινόν τούτο θέαμα, οικτείρει το ατυχές θύμα και αποστρέφει το πρόσωπον λέγων, ότι και θέλων δεν δύναται να προσβλέψη αυτόν.
Ο Οιδίπους δια θρηνητικού από σκηνής άσματος οικτείρει την εαυτον τύχην, ευχαριστεί τον χορόν, διότι και μετά την τύφλωσιν αυτού εξακολουθεί περιποιούμενος αυτόν, ομολογεί, ότι ο Απόλλων ετύφλωσεν αυτόν, παρακαλεί τον χορόν να απαγάγωσι μακράν αυτόν, τον καταρατότατον και θεοίς έχθιστον και καταράται τον ποιμένα, όστις έσωσεν αυτόν, ίνα διαπράξη αίσχιστα κακά.
Ο χορός δεν επιδοκιμάζει την τύφλωσιν και λέγει, ότι θα ήτο καλλίτερον να απέθνησκεν ή να ζη τυφλός.
Ο Οιδίπους όμως δικαιολογεί εαυτόν, λέγων, ότι ετυφλώθη, ίνα μη βλέπη εν Άδου τον πατέρα, ουδέ την δυστυχή μητέρα, ουδέ τα τέκνα, γεννηθέντα όπως εγεννήθησαν, ουδέ την πόλιν και τους πύργους και τα ιερά των θεών αγάλματα και εάν υπήρχεν έτι φραγμός και της ακοής θα απέκλειε και τούτον, ίνα μη ακούη, μεθ’ ό μεμφόμενος τω Κιθαιρώνι, όστις δεν εφόνευσεν αυτόν, τω Πολύβω και τη Κορίνθω, οίτινες έσωσαν αυτόν επί κακώ, επιφωνεί την τρίοδον, ήτις έπιε το αίμα του πατρός και τον γάμον τον αποτρόπαιον, παρακαλεί τους χορευτάς να ρίψωσιν αυτόν έξω της πατρίδος ή εν τη θαλάσση ή να φονεύσωσιν αυτόν, αιδούμενοι το ιερόν φως του ηλίου.
Οι χορευταί όμως παραπέμπουσιν αυτόν εις τον νέον βασιλέα Κρέοντα, όστις προσερχόμενος δεν μνησικακεί αλλά συγχωρεί και οικτείρει αυτόν λέγων, ότι θα πράξη περί αυτού ό,τι αν αποφασίση ο θεός.
Μετά ταύτα παρακαλεί ο Οιδίπους τον Κρέοντα να ρίψη αυτόν επί του Κιθαιρώνος, συνιστά αυτώ τας αθλίας θυγατέρας, άς επιτρέπεται αυτώ να εγγίση δια τελευταίαν φοράν, ελεεινολογεί την θέσιν και το μέλλον αυτών, μεθ’ ό εισάγεται εις τα ανάκτορα, ο δε χορός λέγει την πολυθρύλητον ρήσιν ότι «δεν πρέπει να μακαρίζη τις τινα πριν ούτος περάση το τέρμα του βίου μηδέν λυπηρόν παθών».

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

ΖΑΧΑΡΕΝΙΑ ΣΗΜΑΝΔΗΡΑΚΗ.ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ(1880-1910)

Το 1903 οι μαθητές του Γυμνασίου Χανίων δίνουν τη δική τους παράσταση του «Οιδίποδος» στην αρχαία ελληνική, ύστερα από εντατική προετοιμασία δύο μηνών, στο Δημοτικό θέατρο του Κήπου. Τη βραδιά της παράστασης κυκλοφόρησε και ένα έντυπο με την ανάλυση του «Οιδίποδος» από τον Γυμνασιάρχη Παλιεράκη στα Ελληνικά και Γαλλικά………………………….
Το 1903, μια άλλη φιλολογική εσπερίδα που είχε διοργανώσει ο «Χρυσόστομος», κατά την οποία μίλησε για τη Μακεδονία ο Γυμνασιάρχης Παλιεράκης………………………..

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Απόσπασμα από τα "Απομνημόνευματα" του Γεωργίου Παλιεράκη

Εγεννήθην εις το χωρίον Ορθέ Μυλοποτάμου το εσπέρας της 25ης Ιουλίου 1870, έν έτος μετά την πτώσιν της μεγάλης Κρητικής Επαναστάσεως του 1866-1869 ως πολλάκις ήκουσα τους γονείς μου να λέγουν κατά την επανάστασιν ταύτην η οικογένεια μου με πολλούς άλλους είχαν φύγει από το Μπαλί και είχεν έλθει πρόσφυξ εις Αθήνας. Δηλαδή η μήτηρ μου και τα αδέλφια μου, διότι ο πατήρ μου είχε παραμείνει πολεμιστής εν Κρήτη καθό μάλιστα οπλαρχηγός και Καπετάνιος των Ορθιανών, λαβών μέρος εις όλας τας μάχας της επαναστάσεως εκείνης.
Η μήτηρ μου με την αδελφήν μου Μαριγώ και τους αδελφούς μου Νικόλαον, Μάρκον και Βασίλειον ευρίσκοντο πρόσφυγες εις Αθήνας. Εκάθειντο εις την Πλάκα……………………….
Ο μακαρίτης αδελφός μου Νικόλαος είχε διορισθεί κατά το προηγούμενον σχολικόν έτος καθηγητής της Α΄ Γυμνασιακής τάξεως η οποία είχε ιδρυθεί και ελειτούργησεν το πρώτον κατά το ειρημένον προηγούμενον σχολικόν έτος 1883-1884. Ούτος υπήρξεν καθηγητής μου κατά το σχολικόν τούτο έτος 1884-1885……………………….
Κατά το τέλος του σχολικού τούτου έτους υποβληθείς εις εξετάσεις προήχθην εις την Βαν τάξιν του Γυμνασίου με τον βαθμόν «λίαν καλώς» 5 και 9/18 και διαγωγήν αξίαν επαίνων ως μαρτυρεί το εις χείρας μου ενδεικτικόν υπ. Αριθ. 5 και χρονολογία 29 Ιουνίου 1885 υπογεγραμμένον υπό του ως είρηται καθηγητού αδελφού μου Νικολάου Παλιεράκη. Μετά τας εξετάσεις ο μεν αδελφός μου παραιτηθείς της θέσεως του καθηγητού Ρεθύμνης ανεχώρησεν δια Γερμανίαν προς περαιτέρω σπουδάς,……….
Κατά την άνοιξιν του 1888 ο αδελφός μου Νικόλαος επανήλθε εξ Ευρώπης και διωρίσθη καθηγητής της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου Χανίων, του οποίου Γυμνασιάρχης ήτο ο Βασ. Ψιλάκης και ανέλαβε τα καθήκοντα του κατά Σεπτέμβριον του σχολικού τούτου έτους 1888-1889. Κατά το έτος λοιπόν τούτο με παρέλαβεν μαζί του και εφοίτησα εις την Δ΄ Γυμνασιακήν τάξιν εν Χανίοις. Συγχρόνως με εμέ συνετήρει και τον Μιχαήλ Σγουρόν εκ Μετοχίων
[1] Μυλοποτάμου, όστις ήτο τότε μαθητής της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου. Ετρώγαμεν μαζί εις το εστιατόριον Μανίτη παρά τον λιμένα ευρισκόμενον και επλήρωνε με τον μήνα. Η αιτία δια την οποίαν συνετήρει δι’ εξόδων του τον Μιχαήλ Σγουρόν ήτο διότι ο πατήρ του Νικόλαος Σγουρός είχεν υποστηρίξει τον αδελφόν μου κατά το προηγούμενον έτος και είχεν εκλεγεί βουλευτής Μυλοποτάμου μαζί με τον Χαρίλαον Ασκούτσην και Στυλιανόν Δάνδολον. Είχεν ενοικιάσει μαζί με τον καθηγητήν Πέτρον Μανταδάκην σπίτι ολόκληρον διόροφον εις την Συνοικίαν «Κρύο Γερασάλι» Χανίων όπου εμέναμεν. Εκείνος μεν με τον κ. Μανταδάκην εις τα ανώγεια δωμάτια, εγώ δε με τον Μιχαήλ Σγουρόν εις τα ισόγεια εμελετούσαμεν και εκοιμώμεθα. Κατά τας εκλογάς ταύτας (τέλους 1888) υπερίσχυσε το λεγόμενον «Κόμμα των ξυπόλυτων» των χωρικών. Τουτέστιν εις ο και ημείς ανήκομεν, κατ’ αντίθετον προς το Κόμμα το λεγόμενον «των Καραβανάδων» ήτοι των αστών των πλησιαζόντων την Τουρκικήν Κυβέρνησιν και κατεχόντων τας δημοσίας θέσεις .
Εις το κόμμα μας των ξυπόλυτων ανήκε και ο τότε το πρώτον εκλεγείς Βουλευτής Χανίων Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως προς τούτον ενθυμούμαι το εξής αξιοσημείωτον:
Ήτο Απρίλιος του 1889. Είχε συνέλθει η Κρητική Βουλή και κατά τας πρώτας συνεδριάσεις ως είθισται έκαμεν έλεγχον των στοιχείων της εκλογής εκάστου βουλευτού και τους καλώς έχοντας και άνευ ενστάσεως κατ’ αυτών ουδεμιάς, ανηγόρευσε βουλευτάς νομίμως εκλεγέντας. Κατά τον έλεγχον των στοιχείων της εκλογής Βενιζέλου ευρέθη ότι ούτος δεν είχε την νόμιμον ηλικίαν των 30 ετών ως απήτει ο περί εκλογής Βουλευτων Νόμος. Υπεβλήθη λοιπόν ένστασις κατά της εκλογής αυτού και αίτησις αποβολής του εκ του Βουλευτηρίου εκ μέρους των βουλευτών της αντιθέτου παρατάξεως ήτοι των Καραβανάδων. Εγένετο μικρά συζήτησις επί της ενστάσεως εις ην έλαβον μέρος πολλοί, άλλοι υπέρ και άλλοι κατά, καθώς και ο καθ’ ου η ένστασις Ελευθ. Βενιζέλος υπεραμυνθείς του νομίμου της εκλογής του, η οποία μετά μακράν αγόρευσιν του επεκυρώθη υπό της πλειοψηφίας της Βουλής, εφ’ όσον το Κόμμα των Ξυπόλυτων εις ο ανήκεν είχε την πλειοψηφίαν.
Μετά την αγόρευσιν επί της εκλογής του (του Βενιζέλου) και την επικύρωσιν αυτής την ιδίαν ημέραν ήλθαν εις το σπίτι μας εις την Συνοικίαν «Καστέλλο» ο Χαράλαμπος Καλοειδάς και Γεώργιος Ανδρεδάκης
[2] βουλευταί εξ Αμαρίου και μετά του αδελφού μου ωμίλουν μετά θαυμασμού δια την αγόρευσιν του Βενιζέλου, οπότε ήκουσα τον αδελφόν μου, ο οποίος ωσεί προφήτης, είπε τα εξής προφητικά: «μωρέ παιδιά αυτός ο νέος θα γίνη ένας εξαιρετικός πολιτευόμενος και θα κάμη στην πατρίδα μας – και να το θυμάσθε – ή μεγάλο καλό ή μεγάλο κακό». Από τότε προείδεν ο μακαρίτης αδελφός μου την μεγάλην πολιτικήν σταδιοδρομίαν του Βενιζέλου και τον ρόλον που έπαιξεν εις τας τύχας της Κρήτης και του Ελληνισμού εν γένει.
Μετά την επικράτησιν του κόμματος των Ξυπόλυτων τούτο υπέδειξε και επέμενε να διορισθή ο μακαρίτης αδελφός μου Αρχιγραμματεύς της Γεν. Διοικήσεως Κρήτης και ούτως διωρίσθη τοιούτος κατά Μάϊον του 1889 με μηνιαίον μισθόν, τον μεγαλύτερον τότε εν Κρήτη 40 λίρες Τουρκίας. Συγχρόνως το Κόμμα έπαυσεν από τας δημοσίας θέσεις πολλούς υπαλλήλους Καραβανάδες. Τούτο εξηρέθισε πολύ το εν τη Βουλή Κόμμα των, το οποίον όμως ως ολιγάριθμον δεν ηδύνατο να κάμη τίποτα. Ηρίθμει μόνον 7 βουλευτάς και αρχηγός των εν τη Βουλή ήτο ο μακαρίτης Αριστείδης Κριάρης……………………………
Εις απόστασιν μιάς ώρας πεζοπορίας κάτωθεν του χωρίου Ορθέ και προς Βορράν αυτού κείται το Πέραμα, χωρίον μικρόν, κείμενον όμως επί της μεγάλης οδού της διασχιζούσης την επαρχίαν Μυλοποτάμου και διηκούσης από Ηράκλειον έως Ρέθυμνον.
Το χωρίον τούτο ήτο ούτως ειπείν η πρωτεύουσα της επαρχίας τότε, καθ’ όσον εν αυτώ ήσαν εγκαθιδρυμένα το επαρχείον, το ειρηνοδικείον, η χωροφυλακή, κατωκείτο δε από Τούρκους ως επί το πλείστον, ολίγους χριστιανούς και από τους δημοσίους υπαλλήλους.
Εθεωρείτο όμως ως ανθυγιεινή διαμονή, διότι είχεν ελώδεις πυρετούς, λόγω του πλησίον ρέοντος μεγάλου ποταμού. Ολίγας ημέρας μετά τας εξετάσεις μου, την άφιξιν μου εις Ορθέ, εφ’ όσον εν τω μεταξύ είχεν εκραγή η επανάστασις και είχαν χωρίσει οι Τούρκοι από τους Χριστιανούς, οι Χριστιανοί της κατελθόντες εις Πέραμα ενέπρησαν όλα τα Δημόσια Καταστήματα θεωρούμενα ως ιδιοκτησία του Οθωμανικού Δημοσίου, κακώς βέβαια, διότι ταύτα είχαν κτισθεί δι’ εξόδων του Κρητικού Ταμείου. Κατά τον εμπρησμόν τούτον του Περάματος παρευρέθην αλλά δεν έλαβα μέρος εις αυτόν. Ήμουν τότε έφηβος 18-19 ετών και οπλοφόρουν, αλλά το μίσος κατά του κατακτητού δεν εγνώριζεν όρια. Η επανάστασις αύτη διαρκέσασα ως προείρηται περί τους 4 μήνες έληξε κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1885.
Κατά ταύτην ο αδελφός μου κατηγορήθη ότι καίτοι Αρχιγραμματεύς της Γεν. Διοικήσεως εμερολήπτη υπέρ των Χριστιανών και ότι καίτοι αντιθέτων φρονημάτων προς τους επαναστάτας ειργάσθη υπέρ της Ενώσεως μετά της Ελλάδος. Έχων δε λάβει εγκαίρως την πληροφορίαν ότι ο ερχόμενος με δικτατορικά δικαιώματα νέος Γενικός Πολιτικός και Στρατιωτικός Διοικητής της Νήσου θα τον συνελάμβανε και θα τον εφυλάκιζεν, έφυγεν εγκαίρως εκ Χανίων και κατέφυγεν εις Αλεξάνδρειαν, ………………
Ο εν Αλεξανδρεία ευρισκόμενος αδελφός μου Νικόλαος μη ευρών κενήν θέσιν δια να διορισθή εις το εκεί Αβερώφειον Γυμνάσιον , διότι όταν αρχάς Οκτωβρίου 1889 επήγεν εκεί, όλαι αι θέσεις είχαν καταληφθεί, κατεγίνετο εις παραδόσεις κατ’ οίκον παιδιών πλουσίων ελληνικών οικογενειών, των Σαλβάρου, Χωρέμη, Μπενάκη και άλλων και ημείβετο καλώς. Συγχρόνως εξέδιδε την εφημερίδα «Ταχυδρόμος»
[3] τη συνεργασία κάποιου Γεωργίου Βασιλειάδου δικηγόρου εξ Ανδριανουπόλεως, πολιτικού πρόσφυγος και τούτου ως αναμιχθέντος δήθεν εις το πολιτικόν Κίνημα κατά της Τουρκικής κυριαρχίας………..
Ο αδελφός μου είχε παραδόσεις κατ’ οίκον εις παιδιά καλών οικογενειών και ημείβετο καλώς. Συγχρόνως εξέδιδεν, ως προείπον, και την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» τη συνεργασία του κ. Γ. Βασιλειάδου, εις τα γραφεία της οποίας και εγώ εργαζόμουν και επερνούσαμεν καλά…….
Εγώ με τα πράγματα μας παρέμεινα εις Αλεξάνδρειαν με την σκέψιν ότι εάν μεν δεν εύρισκεν θέσιν θα επέστρεφεν, εάν δε διωρίζετο κάπου θα μου έγραφε να παραλάβω τα πράγματα και να υπάγω να τον εύρω. Παρέμεινα όθεν μόνος εις Αλεξάνδρειαν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου (1890) οπότε έλαβα επιστολήν του δια της οποίας μοι εγνώριζεν ότι διωρίσθη Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας και ότι ανεχώρει δια την θέσιν του, μοι έδιδε δε την εντολήν να πάρω τα πράγματα μας και να υπάγω εις Αθήνας, να ενοικιάσω δωμάτιον να τα βάλω και να εγγραφώ εις το Πανεπιστήμιον……………………
. Διότι κατά τας αρχάς του προηγούμενου σχολικού έτους είχε συλληφθεί εν Βιτωλίοις όπου ήτο Γυμνασιάρχης ο αδελφός μου ως επαναστάτης και είχε φυλακισθεί, εκρατήθη δε υπόδικος επί ολόκληρον έτος δηλ. το σχολικόν έτος 1891-1892 οπότε κατά Αύγουστον 1892 εδικάσθη και αθωωθείς απελύθη των φυλακών και ήλθεν εις Κρήτην εν ελεεινή καταστάσει………………………..
Ως προανέφερα ο αδελφός μου Νικόλαος διωρίσθη Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας κατά Σεπτέμβριον 1890 με μισθόν 20 λίρας Τουρκίας κατά μήνα. Όταν ήλθεν εξ Αλεξανδρείας εις Αθήνας ζητών να διορισθή καθηγητής εις τι Γυμνάσιον, αφού διωκόμενος δεν ειμπορούσε να κατέλθη και να διορισθή εις Κρήτην, η Ελληνική Κυβέρνησις του επρότεινε να τον διορίση Γυμνασιάρχην Βιτωλίων με μισθόν 20 λίρας, ας θα επληρώνετο από το Υπουργείον των Εξωτερικών της Ελλάδος εάν εδέχετο να μεταβή εκεί ριψοκινδυνεύων βέβαια την ζωήν του ακόμη διότι εκεί θα ήτο όχι μόνον Γυμνασιάρχης, αλλά και Εθνικός Εργάτης, ανταγωνιστής ξένων προπαγανδών Ρουμανικών, Βουλγαρικών κλπ αι οποίαι ειργάζοντο προς μεταβολήν υπέρ της εθνικότητος των εκάστη της εθνολογικής καταστάσεως της Μακεδονίας.
Ο αδελφός μου εδέχθη και κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1891 ανεχώρησεν εξ Αθηνών δια Βιτώλια, όπου ήρχισε διδάσκων εις το εκεί Ελληνικόν Γυμνάσιον κατά τας αρχάς Οκτωβρίου. Το σχολικόν τούτο έτος διήλθεν ήρεμα χωρίς να ενοχληθή ούτε από την Τουρκικήν Διοίκησιν, ούτε από τας ξένας προπαγάνδας. Εύρεν όμως καλούς συνεργάτας, ενθουσιώδεις πατριώτας τον τότε Μητροπολίτην Πελαγωνείας (Βιτωλίων) Αλέξανδρον και τους καθηγητάς του Γυμνασίου του και ειργάσθη λίαν εντατικώς υπέρ της Ελληνικής Ιδέας. Διεμοίρασαν βιβλία, έδωσαν χρήματα, κατέβαλαν παντοειδείς ενεργείας. Και ο εκεί πληθυσμός της περιφερείας Μοναστηρίου – πλην ολίγων οικογενειών ακραιφνών Ελλήνων κατοικούντων εν τη πόλει – ων εθνολογικώς ανερμάτιστος και στέλνων τα παιδιά του εις τα σχολεία της πλειοδοτούσης εθνότητος – έστειλεν εκείνο το έτος τα τέκνα του εις το Ελληνικόν Σχολείον, ούτως ώστε τα Ρουμανικά και Βουλγαρικά σχεδόν όλα έκλεισαν ελλείψει μαθητών.
Τούτο επροξένησε σοβαράν εντύπωσιν εις τας άλλας εθνότητας. Ευρίσκετο τότε εις την περιφέρειαν εκείνην δρων ως αρχιπροπαγανδιστής εις απαίσιος Ρουμάνος επονομαζόμενος Μαργαρίτης, ο οποίος δεν ηδύνατο να υποφέρη την κατά το έτος εκείνο ήτταν της Ρουμανικής Ιδέας και απεφάσισε να εκδικηθή. Κατά τας αρχάς όθεν του σχολικού έτους 1891-1892 όταν επρόκειτο να αρχίσουν τα μαθήματα δηλ. κατά Σεπτέμβριον 1892 κατήγγειλε ψευδώς εις τας Τουρκικάς Αρχάς ότι ο Έλλην Γυμνασιάρχης ( ο Κιριτζής) δηλ. Κρητικός, αρχηγός των εν Κρήτη επαναστατικών κινημάτων συνενοούμενος μετά του Μητροπολίτου και των καθηγητών του σκοπεί να διεγείρη επανάστασιν εις Μακεδονίαν.
Αι Τουρκικαί Αρχαί, αίτινες είχαν ως αρχήν το «διαίρει και βασίλευε» ήκουσαν ευχαρίστως την καταγγελίαν και μίαν πρωίαν χωρίς να γνωρίζουν τίποτα επολιορκήθησαν αι οικίαι του αδελφού μου, των καθηγητών και του Μητροπολίτου, ενήργησαν κατ’ οίκον έρευνας και αμέσως συνέλαβαν τον αδελφόν μου, 2 καθηγητάς και τον Μητροπολίτην και τους έρριψαν εις τας φυλακάς, όπου έμειναν υπόδικοι ο μεν αδελφός μου και οι δύο καθηγηταί επί 10 μήνας, κρατούμενοι εις τας φυλακάς των κοινών κακούργων, ο δε Μητροπολίτης επί τετράμηνον μόνον απολυθείς τη επεμβάσει των Πατριαρχείων.
Κατά την εν ταις φυλακαίς Βιτωλίων δεκάμηνον φυλάκισιν των υπέστησαν τα πάνδεινα και θαύμα πως διεσώθησαν. Όταν επανήλθεν εις Κρήτην και μας διηγείτο τα όσα εις την φυλακήν υπέφεραν ωρθούντο αι τρίχες της κεφαλής μας. Κατά τον Ιούλιον του έτους τούτου (1891) περατωθείσης της ανακρίσεως παραπέμφθησαν να δικασθώσιν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Σκοπίων επί εσχάτη προδοσία, ότι δήθεν υπεκίνουν επανάστασιν εις Μακεδονίαν, ήτοι επί κακουργήματι. Κατά την μεταγωγήν των από Βιτωλίων εις Σκόπια, απόστασις δεκαημέρου πεζοπορίας είχαν δοθεί ζώα δια να καββαλικεύωσιν οι υπόδικοι. Πλην αφού απεμακρύνθησαν ολίγον από τα Βιτώλια οι συνοδεύοντες αυτούς χωροφύλακες επήγαν έφιπποι εις Σκόπια, οι δε υπόδικοι πεζοί.
Εις τα Σκόπια εδικάζετο η υπόθεσις των επί πενθήμερον και εν τέλει ηθωώθησαν, μη υπάρχοντος άλλως τε ουδενός στοιχείου ενοχής. Μετά την αθώωσιν και απόλυσιν του αδελφού μου κατήλθε δια Θεσσαλονίκης εις Αθήνας, όπου επληρώθη τους μισθούς του όλου του έτους κατά το οποίον ήτο εγκάθειρκτος και μετά ταύτα κατήλθεν εις Κρήτην και ήλθεν εις το χωριό σωματικώς εις ελεεινήν κατάστασιν. Ημείς είχαμεν απελπισθεί δια την ζωήν του, η δε επί τοσούτον εγκάθειρξις του εστενοχώρησε την μητέρα μας επί πολύ και μετά τρία έτη απεβίωσεν. Αφού ανεπαύθη εις Ορθέ επί ένα μήνα διωρίσθη καθηγητής εις το Γυμνάσιον των Χανίων κατά το ερχόμενον σχολικόν έτος 1892-1893. ………………………
Μετά την σφαγήν και τον εμπρησμόν της πόλεως Χανίων γενομένη υπό των Τούρκων ατάκτων κατά Ιούνιον του έτους 1896, ο αδελφός μου Νικόλαος μόλις διασωθείς υπό αγήματος Ιταλών πεζοναυτών εις τα ευρωπαϊκά πολεμικά μετεφέρθη κατόπιν εις Πειραιά οικογενειακώς ως πρόσφυξ μαζί με πολλούς άλλους Χανιώτες εις αθλίαν κατάστασιν. Η οικία του με τελείαν επίπλωσιν και με την προίκα της συζύγου του, διότι ήτο νεόγαμος, μόλις προ διετίας νυμφευμένος, διηρπάγη και η βιβλιοθήκη του κατεστράφη μηδενός βιβλίου διασωθέντος
Είχαν τότε τον μακαρίτην Τέλλον μικρόν μόλις ενός έτους και ήτο έγκυος τον Μίνω, τον οποίον εγέννησεν εις Πειραιά. Κατά Σεπτέμβριον του 1896 διωρίσθη Γυμνασιάρχης εν Μεσολογγίω, όπου εδίδαξε κατά τα Σχολικά έτη 1896-1897 και 1897-1898, διαμένων εκεί μετά της οικογενείας του.………………………….







.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Γεωργίου Εκκεκάκη. Το χωριό Πηγή του Ρεθύμνου

Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης (π. 1855-1925), δευτερότοκος[;] γιός του Πηγιανού αγρότη υπήρξε ένα πρόσωπο πραγματικά σπουδαίο. Το επίθετο αναφέρεται εδώ τόσο με την αρχική του έννοια ( σπουδασμένος ) όσο και με τη σημερινή ( σημαντικός ) . Διδάκτορας της φιλολογίας, βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και γλωσσομαθής, ανέπτυξε ασυνήθιστη δράση, εκπαιδευτική και εθνική. Αρκεί να λεχθεί ότι για την εθνική του προσφορά του απονεμήθηκε ο μεγαλόσταυρος της τιμής, κάτι που έχει γίνει για 69 μόνο πρόσωπα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Μόλις ο Νικόλαος Παλιεράκης πήρε το διδακτορικό του, ήρθε αμέσως στο Ρέθυμνο ( Φεβρουάριος 1883 ) και το έργο του δεν άργησε να φανεί. Είναι αυτός που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του περίφημου Θεατρικού Συλλόγου «Αι Μούσαι», ενός σωματείου με πρωτοφανείς για την εποχή πρωτοβουλίες. Είναι το σωματείο που πρώτο οργάνωσε το 1885 – μέσα στην τουρκοκρατία δηλαδή – τις εκδηλώσεις για την επέτειο του Αρκαδίου, με ομιλίες, καταθέσεις στεφάνων, λαμπαδηδρομίες κλπ. Το 1889 του ανατέθηκε μια εθνικής σημασίας αποστολή : η διάσωση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην τότε τουρκοκρατούμενη περιοχή που σήμερα αποτελεί το λεγόμενο Κράτος των Σκοπίων. Ύστερα από τέσσερα χρόνια – και ενώ ήταν γυμνασιάρχης στην πόλη Μοναστήρι – η δράση του γίνεται γνωστή και ο ίδιος φυλακίζεται και βασανίζεται. Η διάσωση του, παρότι αποτέλεσε πρώτιστο θέμα για την ελληνική διπλωματία, έγινε δυνατή μόνο ύστερα από δέκα μήνες. Κρίθηκε τότε σκόπιμο να πάει στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές.
Με την επάνοδο του Παλιεράκη στην Κρήτη, παρουσιάζεται το φαινόμενο να τον διεκδικούν πεισματικά για τη θέση του Γυμνασιάρχη οι δύο μεγάλες πόλεις. Με την εν τω μεταξύ θέσπιση της Κρητικής Πολιτείας, και ενώ υπηρετεί στα Χανιά, γίνεται Γενικός Επιθεωρητής της Εκπαίδευσης στο αυτόνομο νησί (1902) . Όταν η Κρήτη έγινε ελληνική, ήταν φυσικό να τον πάρει η Αθήνα, η πρωτεύουσα του κράτους. Εκεί και πέθανε ξαφνικά, λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί. Τάφηκε δημοσία δαπάνη, με μεγάλες τιμές, ασυνήθιστες για πρόσωπα που δεν είχαν επίσημη θέση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ(1890-1894)

Ο Γυμνασιάρχης Νικόλαος Παλιεράκης

Ο Νικόλαος Παλιεράκης, αξιόλογος άνθρωπος των γραμμάτων, από το χωριό Ορθέ Μυλοποτάμου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης στο Ελληνικό Γυμνάσιο του Μοναστηρίου ( Βιτώλια ) της Μακεδονίας. Πριν μήνες είχε γράψει στον πατέρα του ότι θα κατέβαινε στο χωριό στα μέσα Ιουνίου, μόλις δηλαδή τέλειωναν οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Η χαρά όλων των συγγενών του ήταν μεγάλη, γιατί έλειπε τέσσερα χρόνια μακριά τους. Πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει, χωρίς όχι μόνο να φανεί, αλλά ούτε να στείλει ειδοποίηση. Και το χειρότερο, άρχισαν να κυκλοφορούν στο χωριό διάφορες ανησυχητικές φήμες. Άλλες έλεγαν ότι τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έριξαν στις φυλακές, άλλες ότι θα καταδικαστεί ή καταδικάστηκε και πολλά άλλα. Οι διαδόσεις αυτές έφεραν τους γονείς και τα αδέλφια του σε απελπιστική κατάσταση. Να ταξιδέψει κάποιος στη μακρινή αυτή πόλη δεν ήταν εύκολο, εξαιτίας της φτώχειας τους. Το μόνο που έμενε ήταν να αποταθούν στις ελληνικές προξενικές αρχές μήπως έλυναν το μυστήριο. Πράγματι, με μια αίτηση τους που υπέγραφαν οι γονείς ( Εμμανουήλ και Άννα Παλιεράκη ) και τα αδέλφια του ( Μάρκος, Γεώργιος, Μαριγώ και Ανεζινιά ) προς τον υποπρόξενο Σακελλαριάδη, τον παρακαλούσαν να τηλεγραφήσει στον έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου και να του ζητήσει σχετικές με τον άνθρωπο τους πληροφορίες. Ο Σακελλαριάδης, συναισθανόμενος το δράμα τους, ευαισθητοποιήθηκε αμέσως και έστειλε τηλεγράφημα. Πέρασαν μέρες και δεν έλαβε καμία απάντηση , παρά τις διαβεβαιώσεις του τηλεγραφητή ότι το τηλεγράφημα στάλθηκε από το Ρέθυμνο. Η μόνη περίπτωση ήταν να μην επιδόθηκε αυτό στον εκεί πρόξενο. Οι συγγενείς παρέμεναν στην αγωνία τους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΔΟΥΒΑ «ΟΡΘΙΑΝΑ»

Ο αείμνηστος Γυμνασιάρχης Νικόλαος Παλιεράκης, γέννημα και θρέμμα του χωριού Ορθές, προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες στο Έθνος, ιδρύσας κρυφά ελληνικά σχολεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ο οποίος και ετιμήθη με το μέγα παράσημο και του απενεμήθησαν τιμαί πρωθυπουργού όταν απεβίωσε, το έτος 1926.