Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Νικολάου Παλιεράκη-Ανάλυση Οιδίποδος Τυράννου..

ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥ
ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ

ANALYSE D’ CEDIPE TYRAN DE SOPHOCLE
ΠΡΟΣ ΟΔΗΓΙΑΝ ΤΩΝ ΘΕΑΤΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟ ΣΚΗΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
1903

ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥ
Λάϊος, ο βασιλεύς των Θηβών, είχε λάβει χρησμόν παρά του μαντείου του Απόλλωνος ότι πέπρωται να αποθάνη υπό του υιού αυτού, όν ήθελε γεννήσει μετά της συζύγου Ιοκάστης. Μετά την γέννησιν λοιπόν υιού διέτρυσεν ούτος τα σφυρά αυτού και έδωκεν αυτόν δούλω τινί, ίνα φονεύση αυτόν. Ο δούλος όμως ευσπλαχνισθείς το παιδίον έδωκεν αυτό επί του όρους Κιθαιρώνος ποιμένι Κορινθίω, όστις εδώρησεν αυτό εις τον άπαιδα βασιλέα της Κορίνθου Πόλυβον και την σύζυγον αυτού Μερόπην, ούτοι δ’ ανέθρεψαν αυτό ως ίδιον τέκνον και ωνόμασαν αυτό Οιδίποδα εκ του παθήματος των ποδών αυτού. Ημέραν τινά εν συμποσίω μεθυσθείς τις απεκάλεσε τον Οιδίποδα νόθον, η δ’ ύβρις αύτη ετάραξε την νεανικήν αυτού ευτυχίαν.
Βαρέως φέρων την ύβριν ταύτην ο Οιδίπους μετέβη εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση αυτό περί των αληθών αυτού γονένων. Ο Απόλλων όμως, αντί να απαντήση εις την ερώτησιν αυτού, προείπεν αυτώ, ότι θα γεννήσει μετά της μητρός αυτού τέκνα και ότι θα φονεύση τον πατέρα. Ίνα αποφύγη λοιπόν τα φοβερά ταύτα ο Οιδίπους ΄στρεψε τα νώτα εις την Κόρινθον και μόνος, έρημος, ωδοιπόρει δια της Φωκίδος.
Κατά τον αυτόν χρόνον ο Λάϊος επορεύετο εις Δελφούς ως θεωρός. Εκεί δ’ όπου συναντώνται αι από Δελφών και Δαυλίας οδοί συναντά ο Οιδίπους γέροντα οδοιπόρον (τον Λάϊον) εφ’ άρματος οδηγουμένου υπό κήρυκος, οίτινες πειρώνται να εκτρέψωσιν αυτόν βία της οδού. Ο Οιδίπους όμως δεν υποχωρεί, αλλά κτυπά τον αμαξηλάτην. Ο δε γέρων κτυπά τον Οιδίποδα επί της κεφαλής δια μάστιγος, τότε ο Οιδίπους κτυπά και αυτόν δι οδοιπορικής ράβδου, ούτως ώστε έπεσεν εκτός της αμάξης και ούτως εφόνευσε πάντας τους ακολούθους του Λαΐου, ως τουλάχιστον ενόμιζεν. Είς όμως τούτων εσώθη και, ίνα αποφύγη το όνειδος της φυγής, διηγείται επανελθών εις Θήβας, ότι ο Λάϊος εφονεύθη υπό ληστών.
Μετά ταύτα ο Οιδίπους εξηκολούθησε την πορείαν και έφθασε πλησίον των Θηβών, όπου ήτο τότε η Σφίγξ, τέρας φοβερόν, όπερ εφόνευε πάντα, όστις δεν έλυε το προτεινόμενον υπ’ αυτής αίνιγμα. Ο Οιδίπους λύει το προταθέν αίνιγμα και ούτω την μεν πόλιν σώζει, λαμβάνει δε ως σύζυγον την χήραν του αποθανόντος βασιλέως Ιοκάστην και άρχει επί τινα χρόνον ως ευτυχής βασιλεύς, η δε σύζυγος γεννά αυτώ δύο υιούς και δύο θυγατέρας. Αίφνης όμως, φοβερός λοιμός, σταλείς υπό του Απόλλωνος, ως ποινή δια τον φόνον του Λαΐου, καταλαμβάνει την πόλιν και εντεύθεν άρχεται η εξέλιξις του δράματος.

ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Πρόλογος 1-150. Ο πατρικός βασιλεύς Οιδίπους, ο υπό πάντων κλεινός καλούμενος, προσαγορεύων, ως ίδια τέκνα, τους παίδας και νεανίας, οίτινες γονυκλινείς προ των ανακτόρων έχουσι καταθέσει επί των βωμών ικετηρίους κλάδους, ερωτά τον μετ’ αυτών ιερέα τον λόγον της ικετείας ταύτης και το αίτιον των προσευχών και θρήνων, οίτινες φθάνουσι μέχρι των εαυτού ώτων.
Ο ιερεύς, απαντών, εκτίθησι τον λόγον, δι’ ον αυτοί μεν μετέβησαν προ των ανακτόρων, ο δε λαός φέρων κλάδους είναι συνηθροισμένος προ των διαφόρων ναών της πόλεως, διότι λέγει «η πόλις σαλεύεται (ως πλοίον κλυδωνιζόμενον), φθίνουσιν οι καρποί εν τοις κάλυξι, φθίνουσι τα έμβρυα εν τη κοιλία των ζώων, αι γυναίκες δεν γεννώσι βιώσιμα τέκνα, η δε νόσος, ως πυρφόρος θεός, επελαύνει την πόλιν, ήτις κενούται πολιτών πληρούται δ’ ο Άδης στεναγμών και γόων, τούτου ένεκα ικετεύομεν σε ίνα εύρης σωτηρίαν τινά ως και ότε απήλλαξας την πόλιν της σκληράς Σφιγγός, διότι «ουδέν έστι πόλις έρημος ανδρών».
Γνωρίζω ότι νοσείτε πάντες, τέκνα μου, λέγει τεθλιμμένος ο Οιδίπους, αλλ’ εγώ υποφέρω περισσότερον, διότι λυπούμαι και την πόλιν και εμαυτόν και υμάς, μάθετε λοιπόν, ότι πολλά έχυσα δάκρυα και προθύμως ό,τι εδυνάμην έπραξα, έστειλα δηλ. το γαμβρόν μου Κρέοντα εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση τον Απόλλωνα περί του πρακτέου και όταν έλθη, να με ονομάζητε κακόν βασιλέα, εάν δεν πράξω όσα αν μοι δηλώση ο θεός.
Ήδη αναγγέλλει ο ιερεύς, ότι έρχεται ο Κρέων εύθυμος και εστεφανωμένος δάφνη, πλησιάσας δε λέγει, ότι φέρει καλήν αγγελίαν και κατ’ απαίτησιν του Οιδίποδος αναγγέλλει ενώπιον πάντων ούτος ότι ο Φοίβος Απόλλων διατάττει, ίνα φονεύσωσιν ή εξορίσωσιν εκ της χώρας τον μιαρόν άνδρα, τον φονέα του Λαΐου, όστις είναι ενταύθα, ότι το ζητούμενον είναι κατορθωτόν εκφεύγει δε το αμελούμενον, ότι ο Λάϊος αποδημών ποτε, ως θεωρός, δεν επανήλθε, διότι εφόνευσαν αυτόν λησταί επιπεσόντες κατ’ αυτού, επειδή δε επίεζε τότε η Σφίγξ τας Θήβας δεν επέτρεψε τοις Θηβαίοις να αναζητήσωσι τους φονείς του βασιλέως Λαΐου.
Ο Οιδίπους υπισχνείται ήδη, ότι και χάριν της χώρας και χάριν του θεού και χάριν εαυτού θα απομακρύνη τον μιαρόν φονέα, προσκαλεί τους νέους να εγερθώσιν από των βωμών και να προσέλθη σύμπας ο λαός, διότι έχει σκοπόν να πράξη ό,τι δύναται, ο ιερεύς παρακελεύεται τότε τους νέους να απέλθωσι και εύχεται, ίνα ο Απόλλων σώση την πόλιν καταπαύων την νόσον.
Χορός (πάροδος 151-215). Ο χορός, φόβω συνεχόμενος, αναλογίζεται τι άραγε εννοεί ο χρησμός και τι καθήκον επιβάλλει τη πόλει, και επικαλείται την Αθηνάν, τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα, να προσέλθωσι και νυν βοηθοί, ως και άλλοτε, διότι αι μεν γυναίκες δεν σώζονται εκ των ωδίνων, οι πολίται δίκην ταχυπτέρου πτηνού και ακαταγωνίστου πυρός κατέρχονται εις Άδου, τα πτώματα αυτών κείνται άταφα και αι σύζυγοι και αι πολιαί μητέρες στενάζουσι παρά τοις βωμοίς, και παρακαλεί την Αθηνάν να εκδιώξη τον καταστρεπτικόν τούτον θεόν εις τα βάθη της θαλάσσης, τον δε πατέρα Δία να κεραυνώση αυτόν, και τον πολιούχον Διόνυσον να κατακαύση αυτόν.
Ο Οιδίπους προσερχόμενος επί της σκηνής επικαλείται την προσοχήν των Θηβαίων και διατάσσει αυτούς να δείξωσι τον φονέα ή τουλάχιστον να αποκλείσωσιν αυτόν, ως μικρόν, πάσης κοινωνικής και θρησκευτικής αναστροφής, διότι, πλην του ότι διέταξε τούτο ο Απόλλων, απώλετο και ανήρ και βασιλεύς άριστος, και υπισχνείται ότι θα ενεργήση ό,τι δυνατόν, ως εάν ο Λαϊος ήτο πατήρ αυτού (οία ειρωνεία !). Τοις δε παραβάταις των διαταγών αυτού εύχεται μη τε η γη να παράσχη καρπόν μη τε αι γυναίκες τέκνα, ο δ’ εργάτης του φόνου να κατατρίψη κακώς τον βίον, και εάν υπάρχη εν τω οίκω αυτού εν γνώσει αυτού (οίκτος !) να πάθη όσα αυτός κατηράσθη.
Μετά μικρόν διάλογον, μεταξύ χορού και Οιδίποδος, καθ’ όν ο χορός δικαιολογών εαυτόν λέγει, ότι ούτε εφόνευσε ούτε γνωρίζει τον φονέα, συνιστά τω Οιδίποδι να προσκαλέση τον μάντιν Τειρεσίαν.
Ο Οιδίπους είχε πράξει τούτο και ήδη προσέρχεται ο Τειρεσίας οδηγούμενος υπό παιδός. Τούτω εκτίθησιν ο Οιδίπους την φοβεράν θέσιν της πόλεως και τον χρησμόν του θεού και παρακαλεί αυτόν να σώση την πόλιν «διότι είναι άριστος κόπος να ωφελή τις από ό,τι έχει και δύναται».
Ο θεόληπτος μάντις, γνωρίζων ότι αυτός ο Οιδίπους είναι ο φονεύς του Λαΐου, αρνείται να απαντήση και ούτω εγείρεται σφοδρός διάλογος μεταξύ αμφοτέρων, καθ’ όν ο δυστυχής Οιδίπους κατ’ αρχάς μεν παρακαλεί τον μάντιν, είτα δ’ οργίζεται κατ’ αυτού λέγων μάλιστα, ότι και ούτος είναι συνένοχος και ότι, εάν δεν ήτο τυφλός θα έλεγεν, ότι αυτός μόνος διέπραξε τον φόνον, ο δε Τειρεσίας οργισθείς και αυτός ομολογεί ότι αυτός είναι ο φονεύς του Λαΐου, ότι από της ημέρας εκείνης δεν πρέπει να προσαγορεύη τις αυτόν και ότι αναστρέφεται αισχίστως μετά των φιλτάτων (της μητρός). Ο Οιδίπους όμως φρονεί ότι η φοβερά αύτη αλήθεια είναι αποτέλεσμα οργής και υβρίζων ονομάζει αυτόν τυφλόν τα ώτα, τον νουν και τα όμματα.
Μετά τινας αντεγκλήσεις ο Οιδίπους συλλαμβάνει την ίδέαν, ότι ο μάντις μετά του Κρέοντος συνώμοσαν, ίνα εκδιώξωσιν αυτόν της αρχής. Ο δε χορός, μάρτυς της λογομαχίας ταύτης, φρονεί, ότι οι εκατέρωθεν λόγοι ήσαν αποτέλεσμα οργής και συνιστά, ίνα από κοινού σκέψωνται περί του πρακτέου. Ο Τειρεσίας όμως οργιζόμενος έτι μάλλον, επί τω ότι ωνόμασεν αυτόν τυφλόν ο Οιδίπους, προλέγει αυτώ τα φοβερά τάδε, «συ βλέπεις και όμως δεν βλέπεις εν τίνι κακώ ευρίσκεσαι ουδέ πού, ουδέ μετά τίνων κατοικείς, δεν γνωρίζεις την καταγωγήν σου, δεν εννοείς, ότι είσαι εχθρός των τε νεκρών και των ζώντων συγγενών σου, δεινή δε κατάρα θα σε εκδιώξη εκ ταύτης της χώρας τυφλόν και ουδέν όρος θα σε δεχθή όταν μάθη τον ανόσιον γάμον σου, όστις θα σε αποδείξη αδελφόν των τέκνων σου». Επί τοις λόγοις τούτοις ο Οιδίπους εκδιώκει αυτόν ως μωρόν, ούτος δε λέγει, ότι κατ’ αυτόν μεν είναι μωρός, ενώπιον των γονέων αυτού όμως είναι φρόνιμος.
Επί τω ακούσματι των γονέων αυτού ο Οιδίπους ταράττεται και παρακαλεί τον Τειρεσίαν, ίνα μείνη, όπως είπη αυτώ τίνες είναι ούτοι, ούτος όμως κελεύει τον οδηγόν να απαγάγη αυτόν επιλέγων τα φοβερά τάδε, « ο ανήρ ον ζητείς είναι ενταύθα, θα τυφλώση εαυτόν, θα γείνη πτωχός από πλουσίου, θα πορευθή εις ξένην γην στηριζόμενος επί βακτηρίας, θα αποδειχθή αδελφός και πατήρ των τέκνων, υιός και σύζυγος της μητρός, ομόσπορος και φονεύς του πατρός αυτού».
Τέλος του Αου μέρους
Χορός Αον στάσιμον 463-512. Ο χορός λέγει ότι είναι καιρός να φύγη ο φονεύς ταχύτερον των ταχέων ίππων, διότι ο Απόλλων και αι φοβεραί Ερινύες του Λαΐου καταδιώκουσιν αυτόν, δεν πείθεται όμως ότι ο Οιδίπους είναι ένοχος, φρονεί ότι ο μάντις ίσως ηπατήθη, διότι μόνον ο Ζεύς και ο Απόλλων είναι αλάθητοι, ο δε Τειρεσίας είναι άνθρωπος, κατ’ ακολουθίαν δεν δύναται να θεωρήση τον Οιδίποδα κακόν.
Ήδη προσέρχεται επί της σκηνής ο Κρέων, όστις ακούσας τας κατ’ αυτού κατηγορίας του Οιδίποδος και δικαιολογούμενος, λέγει, ότι δεν επιθυμεί την ζωήν εάν έβλαψε κατά τι τον Οιδίποδα, ο δε χορός, πειρώμενος να καθησυχάση αυτόν, λέγει, ότι μάλλον εξ οργής ή εκ πεποιθήσεως ελέχθησαν οι λόγοι ούτοι, ότε δ’ ερωτά αυτόν αύθις ο Κρέων εάν οι λόγοι του Οιδίποδος ελέχθησαν μετά πεποιθήσεως, ο χορός, ως ευπειθής υπήκοος, απαντά ότι «δεν έχει οφθαλμούς ουδ’ ώτα δι’ όσα πράττουσιν οι άρχοντες».
Ο Οιδίπους διερχόμενος έξω των μεγάρων και βλέπων τον Κρέοντα προβαίνει επί της σκηνής και μεστός οργής λέγει «πώς ήλθες εις τον οίκον μου συ ο φονεύς του Λαΐου και άρπαξ της αρχής μου, με ενόμισας δειλόν ή μωρόν ή ότι δεν θα εμάνθανον την πράξιν σου ή ότι δεν θα εδυνάμην να αμυνθώ;». Ενταύθα διαλογικώς ο μεν Οιδίπους επιρρίπτει αυτώ το διάβημα του Τειρεσίου, ο δε Κρέων πειράται να απολογηθή, λέγων, ότι θα ήτο ανόητος να επιδιώξη την κατάληψιν της αρχής, ενώ ήδη, ως γαμβρός αυτού, έχει πάντα τα ωφελήματα της αρχής χωρίς να έχη τας ευθύνας και τους φόβους, ότι δεν πρέπει τις άνευ αποδείξεως να θεωρή τον χρηστόν άνθρωπον κακόν και να διαρρηγνύη την φιλίαν, ότι μόνος ο χρόνος αποδείκνυσι τον δίκαιον άνδρα, τον άδικον όμως δύναται τις να γνωρίση και εν μια ημέρα. Ο χορός συμβουλεύει τω Οιδίποδι προσοχήν διότι οι αποφασίζοντες ταχέως δεν αποφασίζουσιν ασφαλώς. Ο Οιδίπους όμως δεν πείθεται και αποφασίζει να φονεύση αυτόν.
Ήδη ο χορός αναγγέλλει την Ιοκάστην, ήτις, ακούσασα την λογομαχίαν, οικτίρει αμφοτέρους, διότι, της πόλεως νοσούσης, ίδια κινούσι κακά και προτρέπει αυτούς να μεταβώσιν εις τα ίδια, ότε δε μανθάνει αύτη ότι ο Οιδίπους απεφάσισε να φονεύση τον Κρέοντα μεσολαβεί και αφίεται ούτος ελεύθερος. Μεθ’ ό ερωτώσα τον Οιδόποδα το αίτιον της οργής αυτού μανθάνει, ότι ωργίσθη κατά του Κρέοντος, διότι τη εισηγήσει αυτού, ο Τειρεσίας ωνόμασεν αυτόν φονέα του Λαΐου.
Η Ιοκάστη, μετά την αποχώρησιν του Κρέοντος, θέλουσα να καθησυχάση αυτόν, ομιλεί περιφρονητικώς περί της μαντικής, λέγουσα ότι ήλθε ποτε χρησμός τω Λαΐω, ότι είναι πεπρωμένον να αποθάνη ούτος υπό του παιδός αυτού, ενώ ούτος εφονεύθη υπό ληστών εν τριπλαίς αμαξιτοίς, το δε τέκνον αυτού 3 ημέρας μετά την γέννησιν συνάψας περόνη τα σφυρά έρριψεν εις άβατον όρος και ούτω δεν επληρώθη ο χρησμός.
Ο Οιδίπους ακούσας ότι ο Λάϊος εφονεύθη εν τη σχιστή οδώ, ήτις άγει επί το αυτό από Δελφών και Δαυλίας ταράσσεται σφόδρα, διότι ακριβώς εκεί εφόνευσεν ούτος άγνωστον γέροντα και ερωτά ανυπομόνως περί του χρόνου του φόνου, του αναστήματος και της ηλικίας του Λαΐου, ότε δε μανθάνει ότι εφονεύθη ούτος ολίγον προ της αφίξεως αυτού εις Θήβας, ότι προ μικρού είχε λευκανθή την κεφαλήν και ότι ήτο όμοιος αυτώ, καταλαμβάνεται υπό μεγάλης ψυχικής ταραχής και τέλος αναφωνεί «φοβούμαι πολύ ότι ο τυφλός μάντις βλέπει».
Συνεχίζων την εξέτασιν ο Οιδίπους μανθάνει ότι οι ακόλουθοι του Λαΐου ήταν 5 και ότι έφερε τον Λάϊον άμαξα ημιονική. Μετά ταύτα ερωτά την Ιοκάστην τις έδωσε τας πληροφορίας ταύτας, αύτη δ’ απαντά ότι τας πληροφορίας ταύτας έδωκε τις, όστις μένει εν τοις αγροίς ως ποιμήν, διότι μετά τον θάνατον του Λαΐου δεν ήθελε να μένη εν τη πόλει, αλλά διατί δυσφορείς; ερωτά η Ιοκάστη.
Ο Οιδίπους απαντά ότι ο πατήρ αυτού ωνομάζετο Πόλυβος, βασιλεύς της Κορίνθου, η δε μήτηρ αυτού Μερόπη, ότι ποτέ εν συμποσίω απεκλήθη νόθος, τούτου δ’ ένεκα μετέβη εις το μαντείον των Δελφών, ίνα ερωτήση αυτό περί των αληθών αυτού γονέων. Ο Απόλλων όμως δεν έκρινεν αυτόν άξιον απαντήσεως, αλλ’ είπεν αυτώ δεινά και δυστυχή, ότι θα συνέλθη μετά της μητρός, ότι θα γεννήση τέκνα, τα οποία δεν θα δύνανται να βλέπωσιν οι άνθρωποι και ότι θα φονεύση τον πατέρα. Ακούσας ταύτα έφευγε την Κόρινθον, ότε δ’ έφθασε τον χώρον όπου, ως λέγει η Ιοκάστη, εφονεύθη ο βασιλεύς, συνήντησε κήρυκα και γέροντα επί πωλικής αμάξης. Επειδή δ’ ο αμαξηλάτης προσεπάθει να εκτρέψει αυτόν της οδού εκτύπησεν αυτόν και είτα τον γέροντα και ούτω εφόνευσε πάντας «εάν δ’ ο ανήρ ούτος είναι ο Λάϊος τις άλλος είναι αθλιώτερος εμού».
Ο χορός προτρέπει αυτόν να ελπίζη, η δ’ Ιοκάστη παραμυθεί αυτόν λέγουσα το μεν, ότι ο Λάϊος, κατά τον ποιμένα, εφονεύθη υπό ληστών, το δε, ότι ο Απόλλων είπεν ότι θα φονευθή υπό του υιού αυτού και όμως ο υιός απέθανεν προ του πατρός. Ο Οιδίπους επιμένει να έλθη εκ των αγρών ο ποιμήν, η δ’ Ιοκάστη υπισχνείται να φέρη αυτόν και οδηγεί αυτόν εις τα ανάκτορα.
Βον στάσιμον (863-910). Ο χορός, ακούσας της Ιοκάστης βλασφημούσης, αποδοκιμάζει αυτήν και εύχεται να η αγνός λόγω και έργω καθ’ όλον τον βίον, διότι της αγνείας πρόκεινται θείοι νόμοι μεγάλην έχοντες δύναμιν. Εάν τις εξ αλαζονείας δεν φοβήται την δίκην και δεν σέβηται τους ναούς των θεών παρακαλεί ο χορός να τιμωρηθή ο τοιούτος.
Η Ιοκάστη εξελθούσα των ανακτόρων και αποτεινομένη προς τον χορόν λέγει ότι ο Οιδίπους λυπείται υπερβαλλόντως, μεθ’ ό στρεφομένη εις το πλησίον κείμενον άγαλμα του Απόλλωνος παρακαλεί αυτόν να εύρη καλήν τινα λύσιν.
Ήδη εμφανίζεται επί της σκηνής άγγελος εκ Κορίνθου αγγέλλων, ότι ο βασιλεύς Πόλυβος απέθανε και ότι οι Κορίνθιοι σκοπούσι να ανακηρύξωσι τον Οιδίποδα, ως υιόν αυτού, βασιλέα της χώρας. Η Ιοκάστη παραμυθουμένη χλευάζει τον χρησμόν, καθ’ όν ο Οιδίπους έμελλε να φονεύση αυτόν (τον Πόλυβον) και στέλλει πρόσπολον τινα, ίνα προσκαλέση τον Οιδίποδα.
Ο Οιδίπους εξελθών των ανακτόρων μανθάνει παρ’ αυτού του αγγέλου τον θάνατον του Πολύβου, μεθ’ ό και αυτός ομιλεί περιφρονητικώς περί των μαντειών και των οιωνών.
Παρήλθε λοιπόν, ως νομίζει, ο περί του φόνου του πατρός φόβος του Οιδίποδος μένει όμως ο περί της μητρός φόβος, αλλά και τούτου νομίζει ότι απαλλάττει αυτόν ο άγγελος λέγων ότι δεν είναι ούτος υιός ούτε του Πολύβου ούτε της Μερόπης, αλλ’ ότι αυτός ο ίδιος έδωκε τούτον εις αυτούς ευρών αυτόν, διατρύτους έχοντα τους πόδας, επί του όρους Κιθαιρώνος, όπου έβοσκε τα ποίμνια του Πολύβου.
Ο Οιδίπους, πλήρης αγωνίας, ερωτά αυτόν τις έδωκεν αυτώ το παιδίον και τίνος ήτο τέκνον τούτο, ο δ’ άγγελος προβαίνων εις τας αποκαλύψεις αυτού λέγει, ότι το παιδίον έδωκεν αυτώ ποιμήν τις του Λαΐου, όν ζητεί επιμόνως ο Οιδίπους, εις ύψιστον σημείον ψυχικής ταραχής ευρισκόμενος.
Η Ιοκάστη εννοήσασα την αποκαλυφθείσαν φοβεράν αλήθειαν πειράται να αποτρέψη τον Οιδίποδα να εξετάση τα περαιτέρω, ούτος όμως δεν πείθεται, απέρχεται δε συντετριμμένη ψυχικώς και ολολύζουσα τα φοβερά τάδε «ιού, ιού δύστηνε, τούτο γαρ σ’ έχω μόνον προσειπείν, άλλο δ’ ούποτ’ ύστερον» και απερχομένη απάγχεται. Ο Οιδίπους όμως ουδεμίαν προσοχήν δίδει εις τους θρήνους της Ιοκάστης, θεωρεί δ’ ήδη εαυτον τέκνον της Τύχης, διότι ακόμη δεν εσχημάτισε την πεποίθησιν, ότι είναι υιός της συζύγου αυτού Ιοκάστης.
Γον στάσιμον (1086-1109). Και αυτός ο χορός, θεωρών τον Οιδίποδα ως τέκνον της Τύχης, λέγει, ότι ταχέως θα εγκωμιάση τον Κιθαιρώνα ως τροφόν και μητέρα του βασιλέως αυτού και εν απορία ερωτά τις άρα γε των αγροτικών θεών έσπειρεν αυτόν συνελθών μετά τινος Νύμφης.
Ήδη προσέρχεται επί της σκηνής ο ποιμήν, όστις είχεν εκθέσει τον μικρόν Οιδίποδα επί του όρους Κιθαιρώνος. Μετά μικράν δ’ ανάκρισιν, καθ ήν ούτος μεν πειράται να αποκρύψη την αλήθειαν, ο δε Οιδίπους απειλεί να υποβάλη αυτόν εις βασανιστήρια, αναγκάζεται να ομολογήση ούτος, ότι πράγματι παρέλαβε τον Οιδίποδα παρά της Ιοκάστης, ίνα φονεύση αυτόν, διότι χρησμός τις είχεν ειπεί, ότι έμελλε να φονεύση τον πατέρα αυτού, αλλ’ ούτος ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις τον Κορίνθιον ποιμένα.
Ο δυστυχής Οιδίπους, το ευγενές τούτο θύμα απηνούς μοίρας, ανακαλύπτει ήδη άπασαν την φοβεράν αλήθειαν και άπελπις αναφωνεί «ιού, ιού, ω φως, είθε να σε ίδω τελευταίον σήμερον, εγώ, όστις εγεννήθην αφ’ ων δεν έπρεπεν, όστις συνέζων μεθ’ ων δεν έπρεπεν και όστις εφόνευσα ούς δεν έπρεπεν».
Τέλος του Βου μέρους
Δον στάσιμον(1186-1222). Ο χορός επί τη καταστροφή του ευγενούς βασιλέως ελεεινολογών τον ανθρώπινον βίον, λέγει, ότι μόνιμος ευδαιμονία είναι ανέφικτος, παράδειγμα ο Οιδίπους, όστις εν ω υπήρξεν ευτυχέστατος και σωτήρ της πατρίδος, εγένετο αθλιώτατος και εύχεται να μη είχε γνωρίσει αυτόν.
Έξοδος(1222-τέλους). Ενταύθα ο εξάγγελος, αναγγέλλων τα δυστυχήματα του οίκου του Λαβδάκου λέγει, ότι ουδείς ποταμός δύναται να αποπλύνη τον οίκον τούτον, μεθ’ ό διηγείται, ότι η Ιοκάστη εισελθούσα εις τον νυμφικόν θάλαμον απέσπα την κόμην δι’ αμφοτέρων των χειρών. Εν τω μεταξύ εισελθών εις τον οίκον ο Οιδίπους ζητεί ξίφος, ως δ’ είδε την Ιοκάστην κρεμαμένην δεινά βρυχηθείς, ο ταλαίπωρος, χαλά τον κρεμαστόν βρόχον και είτα αποσπάσας χρυσάς περόνας απ’ αυτής κτυπά πολλάκις τας κόρας των οφθαλμών, ίνα εν τω μέλλοντι μη βλέπη εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε (τα τέκνα) και μη γνωρίση εκείνους τους οποίους έπρεπε (τους γονείς). Ούτω η παλαιά ευτυχία είναι σήμερον στεναγμός, δυστυχία, αισχύνη, πάντα τα κακά, και φωνάζει να ανοίξωσι τας θύρας, ίνα ίδωσι πάντες τον πατροκτόνον.
Ο χορός, βλέπων το δεινόν τούτο θέαμα, οικτείρει το ατυχές θύμα και αποστρέφει το πρόσωπον λέγων, ότι και θέλων δεν δύναται να προσβλέψη αυτόν.
Ο Οιδίπους δια θρηνητικού από σκηνής άσματος οικτείρει την εαυτον τύχην, ευχαριστεί τον χορόν, διότι και μετά την τύφλωσιν αυτού εξακολουθεί περιποιούμενος αυτόν, ομολογεί, ότι ο Απόλλων ετύφλωσεν αυτόν, παρακαλεί τον χορόν να απαγάγωσι μακράν αυτόν, τον καταρατότατον και θεοίς έχθιστον και καταράται τον ποιμένα, όστις έσωσεν αυτόν, ίνα διαπράξη αίσχιστα κακά.
Ο χορός δεν επιδοκιμάζει την τύφλωσιν και λέγει, ότι θα ήτο καλλίτερον να απέθνησκεν ή να ζη τυφλός.
Ο Οιδίπους όμως δικαιολογεί εαυτόν, λέγων, ότι ετυφλώθη, ίνα μη βλέπη εν Άδου τον πατέρα, ουδέ την δυστυχή μητέρα, ουδέ τα τέκνα, γεννηθέντα όπως εγεννήθησαν, ουδέ την πόλιν και τους πύργους και τα ιερά των θεών αγάλματα και εάν υπήρχεν έτι φραγμός και της ακοής θα απέκλειε και τούτον, ίνα μη ακούη, μεθ’ ό μεμφόμενος τω Κιθαιρώνι, όστις δεν εφόνευσεν αυτόν, τω Πολύβω και τη Κορίνθω, οίτινες έσωσαν αυτόν επί κακώ, επιφωνεί την τρίοδον, ήτις έπιε το αίμα του πατρός και τον γάμον τον αποτρόπαιον, παρακαλεί τους χορευτάς να ρίψωσιν αυτόν έξω της πατρίδος ή εν τη θαλάσση ή να φονεύσωσιν αυτόν, αιδούμενοι το ιερόν φως του ηλίου.
Οι χορευταί όμως παραπέμπουσιν αυτόν εις τον νέον βασιλέα Κρέοντα, όστις προσερχόμενος δεν μνησικακεί αλλά συγχωρεί και οικτείρει αυτόν λέγων, ότι θα πράξη περί αυτού ό,τι αν αποφασίση ο θεός.
Μετά ταύτα παρακαλεί ο Οιδίπους τον Κρέοντα να ρίψη αυτόν επί του Κιθαιρώνος, συνιστά αυτώ τας αθλίας θυγατέρας, άς επιτρέπεται αυτώ να εγγίση δια τελευταίαν φοράν, ελεεινολογεί την θέσιν και το μέλλον αυτών, μεθ’ ό εισάγεται εις τα ανάκτορα, ο δε χορός λέγει την πολυθρύλητον ρήσιν ότι «δεν πρέπει να μακαρίζη τις τινα πριν ούτος περάση το τέρμα του βίου μηδέν λυπηρόν παθών».

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

ΖΑΧΑΡΕΝΙΑ ΣΗΜΑΝΔΗΡΑΚΗ.ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ(1880-1910)

Το 1903 οι μαθητές του Γυμνασίου Χανίων δίνουν τη δική τους παράσταση του «Οιδίποδος» στην αρχαία ελληνική, ύστερα από εντατική προετοιμασία δύο μηνών, στο Δημοτικό θέατρο του Κήπου. Τη βραδιά της παράστασης κυκλοφόρησε και ένα έντυπο με την ανάλυση του «Οιδίποδος» από τον Γυμνασιάρχη Παλιεράκη στα Ελληνικά και Γαλλικά………………………….
Το 1903, μια άλλη φιλολογική εσπερίδα που είχε διοργανώσει ο «Χρυσόστομος», κατά την οποία μίλησε για τη Μακεδονία ο Γυμνασιάρχης Παλιεράκης………………………..

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Απόσπασμα από τα "Απομνημόνευματα" του Γεωργίου Παλιεράκη

Εγεννήθην εις το χωρίον Ορθέ Μυλοποτάμου το εσπέρας της 25ης Ιουλίου 1870, έν έτος μετά την πτώσιν της μεγάλης Κρητικής Επαναστάσεως του 1866-1869 ως πολλάκις ήκουσα τους γονείς μου να λέγουν κατά την επανάστασιν ταύτην η οικογένεια μου με πολλούς άλλους είχαν φύγει από το Μπαλί και είχεν έλθει πρόσφυξ εις Αθήνας. Δηλαδή η μήτηρ μου και τα αδέλφια μου, διότι ο πατήρ μου είχε παραμείνει πολεμιστής εν Κρήτη καθό μάλιστα οπλαρχηγός και Καπετάνιος των Ορθιανών, λαβών μέρος εις όλας τας μάχας της επαναστάσεως εκείνης.
Η μήτηρ μου με την αδελφήν μου Μαριγώ και τους αδελφούς μου Νικόλαον, Μάρκον και Βασίλειον ευρίσκοντο πρόσφυγες εις Αθήνας. Εκάθειντο εις την Πλάκα……………………….
Ο μακαρίτης αδελφός μου Νικόλαος είχε διορισθεί κατά το προηγούμενον σχολικόν έτος καθηγητής της Α΄ Γυμνασιακής τάξεως η οποία είχε ιδρυθεί και ελειτούργησεν το πρώτον κατά το ειρημένον προηγούμενον σχολικόν έτος 1883-1884. Ούτος υπήρξεν καθηγητής μου κατά το σχολικόν τούτο έτος 1884-1885……………………….
Κατά το τέλος του σχολικού τούτου έτους υποβληθείς εις εξετάσεις προήχθην εις την Βαν τάξιν του Γυμνασίου με τον βαθμόν «λίαν καλώς» 5 και 9/18 και διαγωγήν αξίαν επαίνων ως μαρτυρεί το εις χείρας μου ενδεικτικόν υπ. Αριθ. 5 και χρονολογία 29 Ιουνίου 1885 υπογεγραμμένον υπό του ως είρηται καθηγητού αδελφού μου Νικολάου Παλιεράκη. Μετά τας εξετάσεις ο μεν αδελφός μου παραιτηθείς της θέσεως του καθηγητού Ρεθύμνης ανεχώρησεν δια Γερμανίαν προς περαιτέρω σπουδάς,……….
Κατά την άνοιξιν του 1888 ο αδελφός μου Νικόλαος επανήλθε εξ Ευρώπης και διωρίσθη καθηγητής της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου Χανίων, του οποίου Γυμνασιάρχης ήτο ο Βασ. Ψιλάκης και ανέλαβε τα καθήκοντα του κατά Σεπτέμβριον του σχολικού τούτου έτους 1888-1889. Κατά το έτος λοιπόν τούτο με παρέλαβεν μαζί του και εφοίτησα εις την Δ΄ Γυμνασιακήν τάξιν εν Χανίοις. Συγχρόνως με εμέ συνετήρει και τον Μιχαήλ Σγουρόν εκ Μετοχίων
[1] Μυλοποτάμου, όστις ήτο τότε μαθητής της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου. Ετρώγαμεν μαζί εις το εστιατόριον Μανίτη παρά τον λιμένα ευρισκόμενον και επλήρωνε με τον μήνα. Η αιτία δια την οποίαν συνετήρει δι’ εξόδων του τον Μιχαήλ Σγουρόν ήτο διότι ο πατήρ του Νικόλαος Σγουρός είχεν υποστηρίξει τον αδελφόν μου κατά το προηγούμενον έτος και είχεν εκλεγεί βουλευτής Μυλοποτάμου μαζί με τον Χαρίλαον Ασκούτσην και Στυλιανόν Δάνδολον. Είχεν ενοικιάσει μαζί με τον καθηγητήν Πέτρον Μανταδάκην σπίτι ολόκληρον διόροφον εις την Συνοικίαν «Κρύο Γερασάλι» Χανίων όπου εμέναμεν. Εκείνος μεν με τον κ. Μανταδάκην εις τα ανώγεια δωμάτια, εγώ δε με τον Μιχαήλ Σγουρόν εις τα ισόγεια εμελετούσαμεν και εκοιμώμεθα. Κατά τας εκλογάς ταύτας (τέλους 1888) υπερίσχυσε το λεγόμενον «Κόμμα των ξυπόλυτων» των χωρικών. Τουτέστιν εις ο και ημείς ανήκομεν, κατ’ αντίθετον προς το Κόμμα το λεγόμενον «των Καραβανάδων» ήτοι των αστών των πλησιαζόντων την Τουρκικήν Κυβέρνησιν και κατεχόντων τας δημοσίας θέσεις .
Εις το κόμμα μας των ξυπόλυτων ανήκε και ο τότε το πρώτον εκλεγείς Βουλευτής Χανίων Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως προς τούτον ενθυμούμαι το εξής αξιοσημείωτον:
Ήτο Απρίλιος του 1889. Είχε συνέλθει η Κρητική Βουλή και κατά τας πρώτας συνεδριάσεις ως είθισται έκαμεν έλεγχον των στοιχείων της εκλογής εκάστου βουλευτού και τους καλώς έχοντας και άνευ ενστάσεως κατ’ αυτών ουδεμιάς, ανηγόρευσε βουλευτάς νομίμως εκλεγέντας. Κατά τον έλεγχον των στοιχείων της εκλογής Βενιζέλου ευρέθη ότι ούτος δεν είχε την νόμιμον ηλικίαν των 30 ετών ως απήτει ο περί εκλογής Βουλευτων Νόμος. Υπεβλήθη λοιπόν ένστασις κατά της εκλογής αυτού και αίτησις αποβολής του εκ του Βουλευτηρίου εκ μέρους των βουλευτών της αντιθέτου παρατάξεως ήτοι των Καραβανάδων. Εγένετο μικρά συζήτησις επί της ενστάσεως εις ην έλαβον μέρος πολλοί, άλλοι υπέρ και άλλοι κατά, καθώς και ο καθ’ ου η ένστασις Ελευθ. Βενιζέλος υπεραμυνθείς του νομίμου της εκλογής του, η οποία μετά μακράν αγόρευσιν του επεκυρώθη υπό της πλειοψηφίας της Βουλής, εφ’ όσον το Κόμμα των Ξυπόλυτων εις ο ανήκεν είχε την πλειοψηφίαν.
Μετά την αγόρευσιν επί της εκλογής του (του Βενιζέλου) και την επικύρωσιν αυτής την ιδίαν ημέραν ήλθαν εις το σπίτι μας εις την Συνοικίαν «Καστέλλο» ο Χαράλαμπος Καλοειδάς και Γεώργιος Ανδρεδάκης
[2] βουλευταί εξ Αμαρίου και μετά του αδελφού μου ωμίλουν μετά θαυμασμού δια την αγόρευσιν του Βενιζέλου, οπότε ήκουσα τον αδελφόν μου, ο οποίος ωσεί προφήτης, είπε τα εξής προφητικά: «μωρέ παιδιά αυτός ο νέος θα γίνη ένας εξαιρετικός πολιτευόμενος και θα κάμη στην πατρίδα μας – και να το θυμάσθε – ή μεγάλο καλό ή μεγάλο κακό». Από τότε προείδεν ο μακαρίτης αδελφός μου την μεγάλην πολιτικήν σταδιοδρομίαν του Βενιζέλου και τον ρόλον που έπαιξεν εις τας τύχας της Κρήτης και του Ελληνισμού εν γένει.
Μετά την επικράτησιν του κόμματος των Ξυπόλυτων τούτο υπέδειξε και επέμενε να διορισθή ο μακαρίτης αδελφός μου Αρχιγραμματεύς της Γεν. Διοικήσεως Κρήτης και ούτως διωρίσθη τοιούτος κατά Μάϊον του 1889 με μηνιαίον μισθόν, τον μεγαλύτερον τότε εν Κρήτη 40 λίρες Τουρκίας. Συγχρόνως το Κόμμα έπαυσεν από τας δημοσίας θέσεις πολλούς υπαλλήλους Καραβανάδες. Τούτο εξηρέθισε πολύ το εν τη Βουλή Κόμμα των, το οποίον όμως ως ολιγάριθμον δεν ηδύνατο να κάμη τίποτα. Ηρίθμει μόνον 7 βουλευτάς και αρχηγός των εν τη Βουλή ήτο ο μακαρίτης Αριστείδης Κριάρης……………………………
Εις απόστασιν μιάς ώρας πεζοπορίας κάτωθεν του χωρίου Ορθέ και προς Βορράν αυτού κείται το Πέραμα, χωρίον μικρόν, κείμενον όμως επί της μεγάλης οδού της διασχιζούσης την επαρχίαν Μυλοποτάμου και διηκούσης από Ηράκλειον έως Ρέθυμνον.
Το χωρίον τούτο ήτο ούτως ειπείν η πρωτεύουσα της επαρχίας τότε, καθ’ όσον εν αυτώ ήσαν εγκαθιδρυμένα το επαρχείον, το ειρηνοδικείον, η χωροφυλακή, κατωκείτο δε από Τούρκους ως επί το πλείστον, ολίγους χριστιανούς και από τους δημοσίους υπαλλήλους.
Εθεωρείτο όμως ως ανθυγιεινή διαμονή, διότι είχεν ελώδεις πυρετούς, λόγω του πλησίον ρέοντος μεγάλου ποταμού. Ολίγας ημέρας μετά τας εξετάσεις μου, την άφιξιν μου εις Ορθέ, εφ’ όσον εν τω μεταξύ είχεν εκραγή η επανάστασις και είχαν χωρίσει οι Τούρκοι από τους Χριστιανούς, οι Χριστιανοί της κατελθόντες εις Πέραμα ενέπρησαν όλα τα Δημόσια Καταστήματα θεωρούμενα ως ιδιοκτησία του Οθωμανικού Δημοσίου, κακώς βέβαια, διότι ταύτα είχαν κτισθεί δι’ εξόδων του Κρητικού Ταμείου. Κατά τον εμπρησμόν τούτον του Περάματος παρευρέθην αλλά δεν έλαβα μέρος εις αυτόν. Ήμουν τότε έφηβος 18-19 ετών και οπλοφόρουν, αλλά το μίσος κατά του κατακτητού δεν εγνώριζεν όρια. Η επανάστασις αύτη διαρκέσασα ως προείρηται περί τους 4 μήνες έληξε κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1885.
Κατά ταύτην ο αδελφός μου κατηγορήθη ότι καίτοι Αρχιγραμματεύς της Γεν. Διοικήσεως εμερολήπτη υπέρ των Χριστιανών και ότι καίτοι αντιθέτων φρονημάτων προς τους επαναστάτας ειργάσθη υπέρ της Ενώσεως μετά της Ελλάδος. Έχων δε λάβει εγκαίρως την πληροφορίαν ότι ο ερχόμενος με δικτατορικά δικαιώματα νέος Γενικός Πολιτικός και Στρατιωτικός Διοικητής της Νήσου θα τον συνελάμβανε και θα τον εφυλάκιζεν, έφυγεν εγκαίρως εκ Χανίων και κατέφυγεν εις Αλεξάνδρειαν, ………………
Ο εν Αλεξανδρεία ευρισκόμενος αδελφός μου Νικόλαος μη ευρών κενήν θέσιν δια να διορισθή εις το εκεί Αβερώφειον Γυμνάσιον , διότι όταν αρχάς Οκτωβρίου 1889 επήγεν εκεί, όλαι αι θέσεις είχαν καταληφθεί, κατεγίνετο εις παραδόσεις κατ’ οίκον παιδιών πλουσίων ελληνικών οικογενειών, των Σαλβάρου, Χωρέμη, Μπενάκη και άλλων και ημείβετο καλώς. Συγχρόνως εξέδιδε την εφημερίδα «Ταχυδρόμος»
[3] τη συνεργασία κάποιου Γεωργίου Βασιλειάδου δικηγόρου εξ Ανδριανουπόλεως, πολιτικού πρόσφυγος και τούτου ως αναμιχθέντος δήθεν εις το πολιτικόν Κίνημα κατά της Τουρκικής κυριαρχίας………..
Ο αδελφός μου είχε παραδόσεις κατ’ οίκον εις παιδιά καλών οικογενειών και ημείβετο καλώς. Συγχρόνως εξέδιδεν, ως προείπον, και την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» τη συνεργασία του κ. Γ. Βασιλειάδου, εις τα γραφεία της οποίας και εγώ εργαζόμουν και επερνούσαμεν καλά…….
Εγώ με τα πράγματα μας παρέμεινα εις Αλεξάνδρειαν με την σκέψιν ότι εάν μεν δεν εύρισκεν θέσιν θα επέστρεφεν, εάν δε διωρίζετο κάπου θα μου έγραφε να παραλάβω τα πράγματα και να υπάγω να τον εύρω. Παρέμεινα όθεν μόνος εις Αλεξάνδρειαν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου (1890) οπότε έλαβα επιστολήν του δια της οποίας μοι εγνώριζεν ότι διωρίσθη Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας και ότι ανεχώρει δια την θέσιν του, μοι έδιδε δε την εντολήν να πάρω τα πράγματα μας και να υπάγω εις Αθήνας, να ενοικιάσω δωμάτιον να τα βάλω και να εγγραφώ εις το Πανεπιστήμιον……………………
. Διότι κατά τας αρχάς του προηγούμενου σχολικού έτους είχε συλληφθεί εν Βιτωλίοις όπου ήτο Γυμνασιάρχης ο αδελφός μου ως επαναστάτης και είχε φυλακισθεί, εκρατήθη δε υπόδικος επί ολόκληρον έτος δηλ. το σχολικόν έτος 1891-1892 οπότε κατά Αύγουστον 1892 εδικάσθη και αθωωθείς απελύθη των φυλακών και ήλθεν εις Κρήτην εν ελεεινή καταστάσει………………………..
Ως προανέφερα ο αδελφός μου Νικόλαος διωρίσθη Γυμνασιάρχης Βιτωλίων (Μοναστηρίου) Μακεδονίας κατά Σεπτέμβριον 1890 με μισθόν 20 λίρας Τουρκίας κατά μήνα. Όταν ήλθεν εξ Αλεξανδρείας εις Αθήνας ζητών να διορισθή καθηγητής εις τι Γυμνάσιον, αφού διωκόμενος δεν ειμπορούσε να κατέλθη και να διορισθή εις Κρήτην, η Ελληνική Κυβέρνησις του επρότεινε να τον διορίση Γυμνασιάρχην Βιτωλίων με μισθόν 20 λίρας, ας θα επληρώνετο από το Υπουργείον των Εξωτερικών της Ελλάδος εάν εδέχετο να μεταβή εκεί ριψοκινδυνεύων βέβαια την ζωήν του ακόμη διότι εκεί θα ήτο όχι μόνον Γυμνασιάρχης, αλλά και Εθνικός Εργάτης, ανταγωνιστής ξένων προπαγανδών Ρουμανικών, Βουλγαρικών κλπ αι οποίαι ειργάζοντο προς μεταβολήν υπέρ της εθνικότητος των εκάστη της εθνολογικής καταστάσεως της Μακεδονίας.
Ο αδελφός μου εδέχθη και κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1891 ανεχώρησεν εξ Αθηνών δια Βιτώλια, όπου ήρχισε διδάσκων εις το εκεί Ελληνικόν Γυμνάσιον κατά τας αρχάς Οκτωβρίου. Το σχολικόν τούτο έτος διήλθεν ήρεμα χωρίς να ενοχληθή ούτε από την Τουρκικήν Διοίκησιν, ούτε από τας ξένας προπαγάνδας. Εύρεν όμως καλούς συνεργάτας, ενθουσιώδεις πατριώτας τον τότε Μητροπολίτην Πελαγωνείας (Βιτωλίων) Αλέξανδρον και τους καθηγητάς του Γυμνασίου του και ειργάσθη λίαν εντατικώς υπέρ της Ελληνικής Ιδέας. Διεμοίρασαν βιβλία, έδωσαν χρήματα, κατέβαλαν παντοειδείς ενεργείας. Και ο εκεί πληθυσμός της περιφερείας Μοναστηρίου – πλην ολίγων οικογενειών ακραιφνών Ελλήνων κατοικούντων εν τη πόλει – ων εθνολογικώς ανερμάτιστος και στέλνων τα παιδιά του εις τα σχολεία της πλειοδοτούσης εθνότητος – έστειλεν εκείνο το έτος τα τέκνα του εις το Ελληνικόν Σχολείον, ούτως ώστε τα Ρουμανικά και Βουλγαρικά σχεδόν όλα έκλεισαν ελλείψει μαθητών.
Τούτο επροξένησε σοβαράν εντύπωσιν εις τας άλλας εθνότητας. Ευρίσκετο τότε εις την περιφέρειαν εκείνην δρων ως αρχιπροπαγανδιστής εις απαίσιος Ρουμάνος επονομαζόμενος Μαργαρίτης, ο οποίος δεν ηδύνατο να υποφέρη την κατά το έτος εκείνο ήτταν της Ρουμανικής Ιδέας και απεφάσισε να εκδικηθή. Κατά τας αρχάς όθεν του σχολικού έτους 1891-1892 όταν επρόκειτο να αρχίσουν τα μαθήματα δηλ. κατά Σεπτέμβριον 1892 κατήγγειλε ψευδώς εις τας Τουρκικάς Αρχάς ότι ο Έλλην Γυμνασιάρχης ( ο Κιριτζής) δηλ. Κρητικός, αρχηγός των εν Κρήτη επαναστατικών κινημάτων συνενοούμενος μετά του Μητροπολίτου και των καθηγητών του σκοπεί να διεγείρη επανάστασιν εις Μακεδονίαν.
Αι Τουρκικαί Αρχαί, αίτινες είχαν ως αρχήν το «διαίρει και βασίλευε» ήκουσαν ευχαρίστως την καταγγελίαν και μίαν πρωίαν χωρίς να γνωρίζουν τίποτα επολιορκήθησαν αι οικίαι του αδελφού μου, των καθηγητών και του Μητροπολίτου, ενήργησαν κατ’ οίκον έρευνας και αμέσως συνέλαβαν τον αδελφόν μου, 2 καθηγητάς και τον Μητροπολίτην και τους έρριψαν εις τας φυλακάς, όπου έμειναν υπόδικοι ο μεν αδελφός μου και οι δύο καθηγηταί επί 10 μήνας, κρατούμενοι εις τας φυλακάς των κοινών κακούργων, ο δε Μητροπολίτης επί τετράμηνον μόνον απολυθείς τη επεμβάσει των Πατριαρχείων.
Κατά την εν ταις φυλακαίς Βιτωλίων δεκάμηνον φυλάκισιν των υπέστησαν τα πάνδεινα και θαύμα πως διεσώθησαν. Όταν επανήλθεν εις Κρήτην και μας διηγείτο τα όσα εις την φυλακήν υπέφεραν ωρθούντο αι τρίχες της κεφαλής μας. Κατά τον Ιούλιον του έτους τούτου (1891) περατωθείσης της ανακρίσεως παραπέμφθησαν να δικασθώσιν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Σκοπίων επί εσχάτη προδοσία, ότι δήθεν υπεκίνουν επανάστασιν εις Μακεδονίαν, ήτοι επί κακουργήματι. Κατά την μεταγωγήν των από Βιτωλίων εις Σκόπια, απόστασις δεκαημέρου πεζοπορίας είχαν δοθεί ζώα δια να καββαλικεύωσιν οι υπόδικοι. Πλην αφού απεμακρύνθησαν ολίγον από τα Βιτώλια οι συνοδεύοντες αυτούς χωροφύλακες επήγαν έφιπποι εις Σκόπια, οι δε υπόδικοι πεζοί.
Εις τα Σκόπια εδικάζετο η υπόθεσις των επί πενθήμερον και εν τέλει ηθωώθησαν, μη υπάρχοντος άλλως τε ουδενός στοιχείου ενοχής. Μετά την αθώωσιν και απόλυσιν του αδελφού μου κατήλθε δια Θεσσαλονίκης εις Αθήνας, όπου επληρώθη τους μισθούς του όλου του έτους κατά το οποίον ήτο εγκάθειρκτος και μετά ταύτα κατήλθεν εις Κρήτην και ήλθεν εις το χωριό σωματικώς εις ελεεινήν κατάστασιν. Ημείς είχαμεν απελπισθεί δια την ζωήν του, η δε επί τοσούτον εγκάθειρξις του εστενοχώρησε την μητέρα μας επί πολύ και μετά τρία έτη απεβίωσεν. Αφού ανεπαύθη εις Ορθέ επί ένα μήνα διωρίσθη καθηγητής εις το Γυμνάσιον των Χανίων κατά το ερχόμενον σχολικόν έτος 1892-1893. ………………………
Μετά την σφαγήν και τον εμπρησμόν της πόλεως Χανίων γενομένη υπό των Τούρκων ατάκτων κατά Ιούνιον του έτους 1896, ο αδελφός μου Νικόλαος μόλις διασωθείς υπό αγήματος Ιταλών πεζοναυτών εις τα ευρωπαϊκά πολεμικά μετεφέρθη κατόπιν εις Πειραιά οικογενειακώς ως πρόσφυξ μαζί με πολλούς άλλους Χανιώτες εις αθλίαν κατάστασιν. Η οικία του με τελείαν επίπλωσιν και με την προίκα της συζύγου του, διότι ήτο νεόγαμος, μόλις προ διετίας νυμφευμένος, διηρπάγη και η βιβλιοθήκη του κατεστράφη μηδενός βιβλίου διασωθέντος
Είχαν τότε τον μακαρίτην Τέλλον μικρόν μόλις ενός έτους και ήτο έγκυος τον Μίνω, τον οποίον εγέννησεν εις Πειραιά. Κατά Σεπτέμβριον του 1896 διωρίσθη Γυμνασιάρχης εν Μεσολογγίω, όπου εδίδαξε κατά τα Σχολικά έτη 1896-1897 και 1897-1898, διαμένων εκεί μετά της οικογενείας του.………………………….







.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Γεωργίου Εκκεκάκη. Το χωριό Πηγή του Ρεθύμνου

Ο Νικόλαος Εμμ. Παλιεράκης (π. 1855-1925), δευτερότοκος[;] γιός του Πηγιανού αγρότη υπήρξε ένα πρόσωπο πραγματικά σπουδαίο. Το επίθετο αναφέρεται εδώ τόσο με την αρχική του έννοια ( σπουδασμένος ) όσο και με τη σημερινή ( σημαντικός ) . Διδάκτορας της φιλολογίας, βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και γλωσσομαθής, ανέπτυξε ασυνήθιστη δράση, εκπαιδευτική και εθνική. Αρκεί να λεχθεί ότι για την εθνική του προσφορά του απονεμήθηκε ο μεγαλόσταυρος της τιμής, κάτι που έχει γίνει για 69 μόνο πρόσωπα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Μόλις ο Νικόλαος Παλιεράκης πήρε το διδακτορικό του, ήρθε αμέσως στο Ρέθυμνο ( Φεβρουάριος 1883 ) και το έργο του δεν άργησε να φανεί. Είναι αυτός που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του περίφημου Θεατρικού Συλλόγου «Αι Μούσαι», ενός σωματείου με πρωτοφανείς για την εποχή πρωτοβουλίες. Είναι το σωματείο που πρώτο οργάνωσε το 1885 – μέσα στην τουρκοκρατία δηλαδή – τις εκδηλώσεις για την επέτειο του Αρκαδίου, με ομιλίες, καταθέσεις στεφάνων, λαμπαδηδρομίες κλπ. Το 1889 του ανατέθηκε μια εθνικής σημασίας αποστολή : η διάσωση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην τότε τουρκοκρατούμενη περιοχή που σήμερα αποτελεί το λεγόμενο Κράτος των Σκοπίων. Ύστερα από τέσσερα χρόνια – και ενώ ήταν γυμνασιάρχης στην πόλη Μοναστήρι – η δράση του γίνεται γνωστή και ο ίδιος φυλακίζεται και βασανίζεται. Η διάσωση του, παρότι αποτέλεσε πρώτιστο θέμα για την ελληνική διπλωματία, έγινε δυνατή μόνο ύστερα από δέκα μήνες. Κρίθηκε τότε σκόπιμο να πάει στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές.
Με την επάνοδο του Παλιεράκη στην Κρήτη, παρουσιάζεται το φαινόμενο να τον διεκδικούν πεισματικά για τη θέση του Γυμνασιάρχη οι δύο μεγάλες πόλεις. Με την εν τω μεταξύ θέσπιση της Κρητικής Πολιτείας, και ενώ υπηρετεί στα Χανιά, γίνεται Γενικός Επιθεωρητής της Εκπαίδευσης στο αυτόνομο νησί (1902) . Όταν η Κρήτη έγινε ελληνική, ήταν φυσικό να τον πάρει η Αθήνα, η πρωτεύουσα του κράτους. Εκεί και πέθανε ξαφνικά, λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί. Τάφηκε δημοσία δαπάνη, με μεγάλες τιμές, ασυνήθιστες για πρόσωπα που δεν είχαν επίσημη θέση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ(1890-1894)

Ο Γυμνασιάρχης Νικόλαος Παλιεράκης

Ο Νικόλαος Παλιεράκης, αξιόλογος άνθρωπος των γραμμάτων, από το χωριό Ορθέ Μυλοποτάμου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης στο Ελληνικό Γυμνάσιο του Μοναστηρίου ( Βιτώλια ) της Μακεδονίας. Πριν μήνες είχε γράψει στον πατέρα του ότι θα κατέβαινε στο χωριό στα μέσα Ιουνίου, μόλις δηλαδή τέλειωναν οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Η χαρά όλων των συγγενών του ήταν μεγάλη, γιατί έλειπε τέσσερα χρόνια μακριά τους. Πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει, χωρίς όχι μόνο να φανεί, αλλά ούτε να στείλει ειδοποίηση. Και το χειρότερο, άρχισαν να κυκλοφορούν στο χωριό διάφορες ανησυχητικές φήμες. Άλλες έλεγαν ότι τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έριξαν στις φυλακές, άλλες ότι θα καταδικαστεί ή καταδικάστηκε και πολλά άλλα. Οι διαδόσεις αυτές έφεραν τους γονείς και τα αδέλφια του σε απελπιστική κατάσταση. Να ταξιδέψει κάποιος στη μακρινή αυτή πόλη δεν ήταν εύκολο, εξαιτίας της φτώχειας τους. Το μόνο που έμενε ήταν να αποταθούν στις ελληνικές προξενικές αρχές μήπως έλυναν το μυστήριο. Πράγματι, με μια αίτηση τους που υπέγραφαν οι γονείς ( Εμμανουήλ και Άννα Παλιεράκη ) και τα αδέλφια του ( Μάρκος, Γεώργιος, Μαριγώ και Ανεζινιά ) προς τον υποπρόξενο Σακελλαριάδη, τον παρακαλούσαν να τηλεγραφήσει στον έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου και να του ζητήσει σχετικές με τον άνθρωπο τους πληροφορίες. Ο Σακελλαριάδης, συναισθανόμενος το δράμα τους, ευαισθητοποιήθηκε αμέσως και έστειλε τηλεγράφημα. Πέρασαν μέρες και δεν έλαβε καμία απάντηση , παρά τις διαβεβαιώσεις του τηλεγραφητή ότι το τηλεγράφημα στάλθηκε από το Ρέθυμνο. Η μόνη περίπτωση ήταν να μην επιδόθηκε αυτό στον εκεί πρόξενο. Οι συγγενείς παρέμεναν στην αγωνία τους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΔΟΥΒΑ «ΟΡΘΙΑΝΑ»

Ο αείμνηστος Γυμνασιάρχης Νικόλαος Παλιεράκης, γέννημα και θρέμμα του χωριού Ορθές, προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες στο Έθνος, ιδρύσας κρυφά ελληνικά σχολεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ο οποίος και ετιμήθη με το μέγα παράσημο και του απενεμήθησαν τιμαί πρωθυπουργού όταν απεβίωσε, το έτος 1926.